Παζαρεύω (haggle) conjugation

Greek
19 examples

Conjugation of eiti

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
παζαρεύω
I haggle
παζαρεύεις
you haggle
παζαρεύει
he/she haggles
παζαρεύουμε
we haggle
παζαρεύετε
you all haggle
παζαρεύουν
they haggle
Future tense
θα παζαρέψω
I will haggle
θα παζαρέψεις
you will haggle
θα παζαρέψει
he/she will haggle
θα παζαρέψουμε
we will haggle
θα παζαρέψετε
you all will haggle
θα παζαρέψουν
they will haggle
Aorist past tense
παζάρεψα
I haggled
παζάρεψες
you haggled
παζάρεψε
he/she haggled
παζαρέψαμε
we haggled
παζαρέψατε
you all haggled
παζάρεψαν
they haggled
Past cont. tense
παζάρευα
I was haggling
παζάρευες
you were haggling
παζάρευε
he/she was haggling
παζαρεύαμε
we were haggling
παζαρεύατε
you all were haggling
παζάρευαν
they were haggling
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
παζάρευε
be haggling
παζαρεύετε
haggle
Perfective imperative mood
παζάρεψε
haggle
παζαρέψτε
haggle

Examples of παζαρεύω

Example in GreekTranslation in English
Αχ, είμαι πολύ μπούφος στο να παζαρεύω, κ. Nazerman.Oh, I'm too pooped to haggle, Mr. Nazerman.
Δε μου άρεσε που έπρεπε να παζαρεύω χτες το βράδυ.I didn't like having to haggle last night.
Δεν μου αρέσει να παζαρεύω.I don't like to haggle.
- Τότε, ζήτα υψηλότερη τιμή και μάθε να παζαρεύεις.So ask a higher price learn to haggle
Εγώ πάω να σε βοηθήσω και εσύ παζαρεύεις;I help you, and you haggle?
Και πώς παζαρεύεις την επιστροφή μου στη ζωή.And how you haggle over my revival.
Μην παζαρεύεις.Don`t haggle.
"Δεν παζαρεύουμε ποτέ!""We never haggle!"
- Είναι πραγματικά η ώρα να παζαρεύουμε;- Is now really the time to haggle?
Ένας Γάλος και ένας Εβραίος, θα μπορούσαμε να παζαρεύουμε για πάντα.A Jew and a Frenchman. We could haggle forever, huh?
Ας μην παζαρεύουμε τη "Λιλίκα' τη λατρευτή.Let's not haggle for darling Colette
Αντί να τα παζαρεύετε, γιατί δεν ενώνετε όλες τις πλευρές?Rather than haggle over them, why not unify all the parties?
Ας μην παζαρεύουν, ήτοι 12 taels.Let us not haggle, say 12 taels.
Οι εραστές της ομορφιάς ποτέ δεν παζαρεύουν πάνω από την τιμή, Τόνυ.Lovers of beauty never haggle over price, Tony.
Πράγματι. Αλλά οι άλλοι δεν παζαρεύουν λόγω ανωτερότητας...The question remains whether others are too refined to haggle or simply too stupid.
Σας είναι που παζαρεύουν.It is you which haggle.
Ξέρω ότι οι δυό σας παζαρεύατε χρήματα και ξέρω ότι τον πληρώνεις.I know you two were haggling over money, and I know you were paying him.
Αυτό παζάρευαν.That's what they were haggling over.
Ας μην χάνωμε χρόνο παζαρεύοντας.Let's not waste time haggling.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

παντρεύω
marry
παστρεύω
grope

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'haggle':

None found.
Learning Greek?