Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ξεχειμάζω (overflow) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ξεχειμάζω
ξεχειμάζεις
ξεχειμάζει
ξεχειμάζουμε
ξεχειμάζετε
ξεχειμάζουν
Future tense
θα ξεχειμάσω
θα ξεχειμάσεις
θα ξεχειμάσει
θα ξεχειμάσουμε
θα ξεχειμάσετε
θα ξεχειμάσουν
Aorist past tense
ξεχείμασα
ξεχείμασες
ξεχείμασε
ξεχειμάσαμε
ξεχειμάσατε
ξεχείμασαν
Past cont. tense
ξεχείμαζα
ξεχείμαζες
ξεχείμαζε
ξεχειμάζαμε
ξεχειμάζατε
ξεχείμαζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ξεχείμαζε
ξεχειμάζετε
Perfective imperative mood
ξεχείμασε
ξεχειμάστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

ξεχειλίζω
overflow

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'overflow':

None found.