Αυτό που θαυμάζω σε σένα μπαμπά είναι ότι πάντοτε ξεχειλίζεις από ευαισθησία και είσαι με τον καλό λόγο στο στόμα. | That's just what I've always admired in you, Dad - you're overflowing with innate sensitivity and charm. |
Πρώτον, μην ξαναπείς "πραγματικός τους εαυτός" και δεύτερον... ωχ... παντρεύεσαι και ξεχειλίζεις από προσδοκίες και συγχώρεση, αλλά η συγχώρεση είναι για όσους την αξίζουν. | Okay, first of all, don't say "authentic selves." Second-ow. You're getting married, so you're all overflowing with perspective and forgiveness, but forgiveness is for people who deserve it. |
Φίλε μου, ξεχειλίζεις με πληροφορίες απόψε. | Man, you're just overflowing with information tonight. |
"Η δεξαμενή συγκρατεί, το σιντριβάνι... ξεχειλίζει." | "The cistern contains, the fountain... overflows." What? Oh, come now. |
Άλειψες το κεφάλι μου με λάδι· το λάδι μου ξεχειλίζει. | "You anoint my head with oil. My cup overflows. |
Αγάπη μου, όλη η πλάση ξεχειλίζει με πάθος και σαν κομήτης απ'το στόμα μου βγαίνει αυτή η κραυγή... Φίλησέ με... | Oh my beloved, all creation overflows with passion, and like a golden comet in the sky, from my mouth bursts forth this cry. |
Αγάπη μου, όλη η πλάση ξεχειλίζει με πάθος και σαν κομήτης απ'το στόμα μου βγαίνει η κραυγή αυτή: Σ'αγαπώ! | Oh my beloved, all creation overflows with passions, and like a golden comet in the sky, from my mouth bursts forth this cry, l love you! |
Αγάπη μου, όλη η πλάση ξεχειλίζει με πάθος και σαν κομήτης απ'το στόμα μου φεύγει η κραυγή αυτή: Σ'αγαπώ! | Oh my beloved, all creation overflows with passion, and like a golden comet in the sky, from my mouth burst forth this cry. |
"όπου οι πλημμύρες με ξεχειλίζουν" | ♪ where the floods overflow me ♪ |
- Οι σκέψεις σου ξεχειλίζουν. | - Your thoughts are overflowing. |
Εμένα μου αρέσουνε τα "αγαθά" όταν ξεχειλίζουν. | I like things when they overflow. |
Κι όπως αγοράζουν τη ζάχαρη... θα νόμιζες ότι τα ποτάμια μας ξεχειλίζουν από ζάχαρη. | And the way they buy the sugar... you'd think our rivers were overflowing with the stuff. |
Μια πολιτοφυλακή που σας υπηρετεί, ενώ αθώοι στέλνονται στην αγχόνη, και τα πτωχοκομεία στο Σπίταφιλντς, ξεχειλίζουν. | A militia who serve you while innocent men hang and the Spitalfields workhouses overflow. |
- Αποκοιμήθηκα στο μπάνιο και ξεχείλισε. | - I fell asleep in the tub and it overflowed. |
- Ο βόθρος ξεχείλισε ξανά. | - Toilets overflowed again. |
Αυτά πλημμύρισαν όταν ξεχείλισε ο ποταμός Ντράγκον. | These were flooded when the Dragon river overflowed. |
Η τουαλέτα ξεχείλισε. | The toilet overflowed. |
Και ξεχείλισε." | And it overflowed" |
Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν γυρίσαμε, James ξεχείλιζε με συμπάθεια. | Predictably, when we got back, James was overflowing with sympathy. |
Ανίσχυρη οργή ξεχείλιζε. | Impotent rage was overflowing. |
Γραφείο μου ξεχείλιζε. | My office was overflowing. |
Η καρδιά μου... ξεχείλιζε,δεσποινίς Ντέϊ. | My heart... was overflowing, Miss Day. |
Κάποτε πίστευα ότι η καρδιά μου ξεχείλιζε από αγάπη... | "Once I thought my heart was overflowing... |