Όχι τα μαθήματα-- ούτε καν ξέρω τι γράφω-- αλλά το να ξεκουράζω το κεφάλι μου στον ώμο της. | Not the homework-- I hardly know what I'm writing-- but to rest my head on her shoulder. |
Συνήθιζα να τα ξεκουράζω στην κοιλιά μου όταν τα γέμιζα. | I used to rest them on my bump when I was loading up. |
Γιατί δεν ξεκουράζεις λίγο την ταινία σου σκουλήκι; | Why don't you give that tapeworm of yours a rest? |
Ωραίο σύστημα έχεις για να ξεκουράζεις το μυαλ ό σου. | Nice system you have to put your mind at rest. |
Δεν ξεκουράζεις το πόδι σου, θεία; | Shouldn't you be resting that foot, Aunt Jane? |
Μην τον ξεκουράζεις τόσο πολύ γιατί θα σου πέσει μόνιμα. | Don't rest it too long 'cos I promise you it'll fall off. |
Γιατί δεν ξεκουράζεις τα τεράστια πόδια σου επάνω στο κορίτσι μου. | Why don't you just rest your feet on my girlfriend. |
Είναι καλό που ξεκουράζουμε τα άλογα. | It's good to give the horses a rest. |
Με ξεκουράζουν. | Seeing my grandchildren is all the rest I need. |
Και τα δέντρα θα ψηλώσουν,φέρνωντας σκιά για τα αίωρα κρεβάτια από σκοινί για να μπορούν οι ανθρώποι να ξεκουράζουν τις πλάτες τους. | And the trees will grow tall, bringing shade for hammocks so its people may rest their backs. |
Απλώς ξεκούρασα κάνα δυο φορές τα μάτια μου. | I rested my eyes now and then. That's all. |
Ακριβώς για πόση ώρα ξεκούρασες τα μάτια σου; | How long, exactly, did you rest your eyes for? |
Απλώς ξεκούρασε τα πόδια σου, γλύκα. | Just rest your feet, honey. Don't go anyplace. |
Προτείνω να ξεκουραστείς. Κυρίως ξεκούρασε τις φωνητικές σου χορδές. | I suggest you get a great deal of rest, especially your vocal chords. |
- Κάθισε και ξεκούρασε τα πόδια σου. | - You can sit and rest your feet. |
Όχι, όχι, ξεκούρασε τα μάτια σου, θα το φροντίσω εγώ. | No, no, rest your eyes, I'll take care of this. |
Πήγαινε και ξεκούρασε τον όγκο σου. | Go and rest your tumor. |