Δεν μορφώνεις τα παιδιά αν δεν απαντάς. | You don't educate children by not answering. |
Ο κ. Ντέιβις είπε ότι το να μορφώνεις γυναίκες και γάτες είναι ίδιο χρήσιμα. | Mr. Davis said it was as useful to educate a woman as a cat. |
"Ο πόλεμος μορφώνει τις αισθήσεις..." | "War educates the senses, |
Έκανες τόσο μεγάλη πρόοδο με τη μουσική σου κάτι που μορφώνει και εξευγενίζει τα αισθήματά μας! | You've been making such fine progress with your music, something that educates and ennobles our feelings! |
Η μάνα φροντίζει το παιδί της στην αρρώστια... το ταιζει, το μορφώνει. | Mother puts the child to bed. Looks after him when he's sick. Feeds and educates him. |
Τους μορφώνει και τους δίνει την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου. | It educates them, gives them a sense of belonging. |
Εμείς οι δάσκαλοι, σας μεγαλώνουμε, σας μορφώνουμε. | We teachers, we raise you , we educate you |
Όλοι εργάζονταν σκληρά ολόκληρη τη ζωή τους... για να τρέφουν, να ντύνουν και να μορφώνουν σωστά τα παιδιά τους. | They were men who labored all their lives so their children would be well-fed, clothed and educated. |
Όταν λέω ότι είναι ένα λάθος... να μορφώνουν τις γυναίκες | Didn't I say it's a mistake... to educate women? |
Κι είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα μας δώσει... κι άλλα σόου που θα μας μορφώνουν... και θα μας ψυχαγωγούν. | Chuck Barris, who I'm sure will be back soon with even more shows that will stimulate and educate and keep us on the edge of our seats. |
Eγώ πoυ σε μόρφωσα! | l educated you! |
Μ' αυτό σε μεγάλωσα, σε μόρφωσα και σε πάντρεψα. | Because of it, I raised you, educated you, and got you married! |
Σε μόρφωσα. | I educated you. -Mmm. |
Την μόρφωσα και την έκανα αυτό που είναι. | I educated her and I developed her into what she is. |
- Εκείνος με βάφτισε και με μόρφωσε. | He had me christened and educated. |
Ήταν αυτός που την μόρφωσε και την έστρεψε σ'αυτά τα πράγματα. | He's the one who educated her and got her turned on about this stuff. |
Αυτός μας έφερε στη ζωή, κι αυτός είναι που μας μόρφωσε. | He fends for us all, he's got us all educated. |
Εμένα κανείς δεν με μόρφωσε και πάντα ήμουν μια χαρά. | Nobody educated me and I feel fine this way. |
Επειδή ο Ιχλάκ έμεινε ορφανός από πατέρα λόγω του πατέρα σου ενώ ο Ραμαντίρ τον στήριξε και τον μόρφωσε. | Thing is, Iqlakh was left fatherless because of your dad while Ramadhir supported and educated him. |
Γι΄αυτό τον λόγο σε μορφώσαμε; | Is this why we got you educated? |
Απ' ότι φαίνεται, τη μορφώσατε καλά. | It seems you educated her too well. |
Πήρατε τον γιό σας, από ένα καλό σχολείο, και... ..τον μορφώσατε εδώ. | You removed your son from a.. ..good school and educated him here. |
Με έντυσαν, με τάισαν, με μόρφωσαν. | I was clothed and fed, educated. |
Πήραν ένα κορίτσι, το μεγάλωσαν, το μόρφωσαν και τώρα το παντρεύουν. | They took one girl on, raised her, educated her and now they're marrying her. |
Δεν ξέραμε ότι μορφώναμε έναν πλούσιο άνθρωπο. | We did not think we were educating a wealthy man. |
- Ξέρεις, η Bruce πέρασε 2 χρόνια στην Κίνα μορφώνοντας φτωχούς χωρικούς σε γυναικία θέματα. | - Hey, you know, Bruce spent two years in China educating poor villagers on female issues. |
Θα έπρεπε να σε είχα μορφώσει. | I should have educated you. |
Ωστόσο, σε έχω μορφώσει σαv δικό μου παιδί και δε θα σε αφήσω χωρίς εφόδια σ' αυτόv τοv κόσμο. | However, I have educated you like my own child and would not turn you naked into this world. |