Τη δια- λύεις σε μια σταγόνα χολής. | Heat it on a spoon 'and dissolve it. |
Ντετέκτιβ, θα λύσω αυτόν τον γρίφο. | Detective, I will solve this puzzle. |
Αν και μάταια, οι εργοδότες μου ελπίζουν ότι θα λύσω τις εξισώσεις που έλλειπαν από τον άπιαστο αλγόριθμο διαδραστικών μικροκυμάτων του Τέσλα. | By me. Regardless, my employers still hold out hope that I will solve the equations that were missing from Tesla's elusive microwave interactive algorithm, and so they allow me to work undisturbed in this secluded island paradise. |
Αν κόψω τον καρπό σου θα λύσω το πρόβλημα. | Cutting off your wrist will solve this |
Εσύ θα λύσεις το μυστήριο του γιατί έπεσε το αεροπλάνο του συζύγου μου. | You will solve the mystery of why my husband's plane crashed. |
Φοβάμαι ότι θα λύσεις όλα τα προβλήματα σου με αυτόν τον τρόπο. | I fear that you will solve all your problems this way. |
Ναι, αλλά αν ο Τζούλιους Μπαρ πραγματικά πιστέψει... ότι το να λογοκρίνει ένα βέμπσαϊτ... t θα λύσει τα προβλήματα τους... πραγματικά δεν καταλαβαίνουν πώς η πληροφορία διαδίδεται. στον 21ο αιώνα. | Yeah, but if Julius Bar really believes that censoring one website... will solve their problems... they just don't understand how information flows in the 21st century. |
Sherlock Holmes μπορεί να βρει μια καινούρια προσέγγιση που θα λύσει το πρόβλημα. | Sherlock Holmes may have a new approach that will solve the problem. |
Το ξημέρωμα θα λύσει το πρόβλημα για μας. | Daybreak will solve our problem for us. |
Τέλεια, αυτό θα λύσει τα πάντα. | Perfect, that will solve everything. |
Α ν πετύχουμε αυτό, θα λύσουμε τα υπόλοιπα. | If we can agree only on this, we will solve all the rest. |
Με τη βοήθεια της αστυνομίας, θα λύσουμε το μυστήριο του εγκλήματος το συντομότερο δυνατό. | With the help of the police, we will solve this incident at the earliest date possible |
Είναι πλέον προφανές, κοιτάξτε με, ότι μόνο αν βάλουμε όλοι τα δυνατά μας για την επιθυμία του Τζέρυ θα λύσουμε το πρόβλημα. | It's become clear-look at me- that if we concentrate all our efforts on Jerry's follow-through, we will solve this problem. |
Όμως, οδηγεί στον πλούτο και στην φήμη, τα οποία θα λύσουν τα προβλήματα σου. | - However, it does lead to the wealth and fame that will solve your problems. |
Είμαι βέβαιος ότι θα λύσουν τον γρίφο για χάρη μας. | I have confidence they will solve the puzzle for us. |
Μικρέ, αυτές οι δύο λεξούλες θα λύσουν τα προβλήματα σου. Μάλιστα. | You know, kid, these two words will solve all your problems. |
Οι φακοί θα λύσουν το πρόβλημα σου. | I think these lenses will solve your problem. |
Όπως καταλάβατε, εγώ έλυσα το μυστήριο. | As you can see, it was I who solved the crime. |
-Μόλις έλυσα μία υπόθεση... προβλέποντας μία ανωμαλία, πριν καν την δει κανείς. | I just solved a case by predicting a never-before-seen heart defect. |
Τελικά έλυσα τον φόνο, που έγινε στο σφραγισμένο δωμάτιο. | I finally solved the murder in the sealed room. |
Ναι. Τις οποίες έλυσα με ένα αμείλικτο γράμμα. | Which I resolved with a sternly written letter. |
Μου κίνησε την περιέργεια, έτσι του είπα ότι είμαι συνεργάτης σου, και μετά έλυσα την υπόθεση του. | I was intrigued, so I sort of said I was your associate, and then I kind of solved the case. |
Αγάπη μου νομίζω πώς έλυσες το πρόβλημα. | Darling, I think you solved the problem for me. |
Εσύ την έλυσες την υπόθεση. | You're the one who solved it. |
Το φινάλε της σύνθεσή μου μού διέφευγε αλλά μπορεί να έλυσες μόλις το πρόβλημα με τα "κινέζικα ξυλάκια". | Well, the ending to my composition has been eluding me, but you may just have solved that problem with "chopsticks." |
Να έλυσες το μυστήριο, εντάξει. | You've solved the mystery, all right. |
Οπότε, δεν έχει προαγωγή. Επειδή ακόμα δεν έλυσες το πρόβλημά μου με την Καζανόβα. | So nyet promotion because you still have not solved my Kasanova problem. |
Ξενοκοιτάει; Να πώς το "Βάϊτατζεξ" έλυσε το πρόβλημά του. | Here's how Vitapig solved his problem. |
Εδω τα έλυσε; | Did he solve them here? |
Μπορεί να είναι μεγάλος και εκνευριστικός, και να μιλάει πάρα πολύ, αλλά όταν ήταν νεότερος έλυσε πολλές μεγάλες υποθέσεις. | He might be old, and obnoxious, and talk too much, but he solved a lot of big cases when he was young. |
Ο Διοικητής πληροφορήθηκε ότι ο Λαμπ έλυσε την υπόθεση. | Word got to command that Lamb solved it. |
Με μια τόσο αποτελεσματική ηλιακή κυψέλη, έλυσε την ενεργειακή κρίση. | If he developed a solar cell that efficient, he solved the energy crisis. So you've told me. |
Δε λύσαμε τίποτα ακόμα. | We haven't solved anything yet. |
Ο παππούς μου έχει το ίδιο πρόβλημα, και έτσι το λύσαμε. | My grandpa's like that too and this is how we solved it for him. |
Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ ποτέ ότι θα απογοητευόσουν που λύσαμε την υπόθεση. | Never thought I'd be disappointed that we solved a case. Hmm. |
Μα μόλις λύσαμε το μυστήριο του θανάτου του. | But we just solved the mystery of his death. |
Νομίζω ότι μπορεί να λύσαμε την υπόθεση μόλις τώρα. | I think we may have just solved our case. |