Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Λωβιάζω (bend) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
λωβιάζω
λωβιάζεις
λωβιάζει
λωβιάζουμε
λωβιάζετε
λωβιάζουν
Future tense
θα λωβιάσω
θα λωβιάσεις
θα λωβιάσει
θα λωβιάσουμε
θα λωβιάσετε
θα λωβιάσουν
Aorist past tense
λώβιασα
λώβιασες
λώβιασε
λωβιάσαμε
λωβιάσατε
λώβιασαν
Past cont. tense
λώβιαζα
λώβιαζες
λώβιαζε
λωβιάζαμε
λωβιάζατε
λώβιαζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
λώβιαζε
λωβιάζετε
Perfective imperative mood
λώβιασε
λωβιάστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

εκβιάζω
blackmail
λαφιάζω
για φλόγα ή φως που φουντώνει
λεκιάζω
stain
λογιάζω
be calculated

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'bend':

None found.