Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Λιανίζω (hash) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
λιανίζω
λιανίζεις
λιανίζει
λιανίζουμε
λιανίζετε
λιανίζουν
Future tense
θα λιανίσω
θα λιανίσεις
θα λιανίσει
θα λιανίσουμε
θα λιανίσετε
θα λιανίσουν
Aorist past tense
λιάνισα
λιάνισες
λιάνισε
λιανίσαμε
λιανίσατε
λιάνισαν
Past cont. tense
λιάνιζα
λιάνιζες
λιάνιζε
λιανίζαμε
λιανίζατε
λιάνιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
λιάνιζε
λιανίζετε
Perfective imperative mood
λιάνισε
λιανίστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'hash':

None found.