Μην κομπάζεις τόσο πολύ. | Don't boast too much. |
Σήμερα μπορώ να σε φανταστώ στον τάφο της μητέρας μου να γελάς που κατάφερες να την σκοτώσεις, υπερύφανος για τον ηλίθιο ηρωισμό σου, να κομπάζεις για την μεταμόσχευση. | Today I can imagine you at my mother's grave laughing at having killed her, proud of your stupid heroism, boasting about the transplant. |
Δεν έχουμε ποτέ λόγο για να κομπάζουμε. | There is never a need of boasting. |
Μην κομπάζετε. | Don't boast. |
Μιλάμε απερίσκεπτα, αλλά απταίστως γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά... Και καμιά φορά κομπάζετε στα αγγλικά. | We speak ignorantly but fluently in German, French, Italian, Spanish... and sometimes boastfully in English. |
Ω, ένας μικρός νεαρός υποκόμης κόμπαζε ότι το έχει δει. | Oh, some young page was boasting about having seen it. |
Έρχεσαι κομπάζοντας πως θα ρίξεις κάποιον και ταυτοχρόνως μου ζητάς να σε εμπιστευτώ. | You come in here boasting you're going to do someone down and in the same breath you ask me to trust you. |