Αυτός, που δεν κατονομάζεις, αν είναι με τα παιδιά σου και τους συμβεί κάτι... | Yeah, well, look, this other man, who you refuse to name, if he's out there with your kids right now - and something happens to them... |
Τώρα κατονομάζεις ντόπιες προσωπικότητες; | You're using the names of local personalities now. |
Εδώ κατονομάζει μία κυρία ευγενούς θέσεως. | Here he names a lady of honorable standing. |
Είναι στο πρωτόκολλο να μην κατονομάζουμε τους κρατούμενους, για λόγους ασφαλείας. | It's common protocol not to address prisoners by name for security clearance reasons. |
Λοιπόν, κυρία Αντιπρόεδρε, γιατί δεν κατονομάζετε μια ιστοσελίδα, που να είναι κατάλληλη για δουλειά, παρακαλώ. | Well, Madam Vice President, why don't you name a website... suitable for work, please. |
Οι φίλοι που κατονομάζετε αβέβαιοι, ο χρόνος ο ίδιος αδιευκρίνιστος." | "The friends you have named uncertain, the time itself unsorted, |
"Δεν κατονόμασα τον συνεργάτη μου, τον Ράιλι Μάνινγκ... | "I never named my partner, Riley Manning, |
"Λυπάμαι που κατονόμασα τον Νικ". | "I'm sorry I named Nick." |
Γι'αυτό είπα ότι έβαλα τη βόμβα... και κατονόμασα όσους ήξερα που δεν ανήκαν στον ΙΡΑ. | So I said I did the big bombing... and named anybody I knew who was not in the IRA. |
Για να το κερδίσω, κατονόμασα μια κοπέλα που δούλευε στο γραφείο. | To get it, I named a girl who worked in my office. |
Είναι ένας από τους ανθρώπους που κατονόμασα στο γράμμα. | He's one of the people I named in the letter. |
'Εχουμε δύτες αυτή τη στιγμή στο σημείο. Και για να μην αναφέρουμε και τους άλλους φύλακες που κατονόμασε, και που τους λαδωνε. | And that's not to mention the other guards he named, apparently on their payroll. |
Έχει κατακλύσει το Λονδίνο με πλάσματα που τον υπακούν, και τελικά, χθες τη νύχτα, ένα από αυτά τον κατονόμασε ρητά. | He's infested London with creatures answering his call, and finally, last night, one of them explicitly named him. |
Αν πάμε στον Σλόαν... και του πούμε ότι ξέρουμε ότι κατονόμασε τον Χάλντεμαν στο Ανώτερο Δικαστήριο... | If we go and see Sloan... and we tell him that we know that he named Haldeman to the Grand Jury.... |
Επομένως ο Σλέιντ κατονόμασε το συνεργό του. | So Slade named his own partner. |
Ευτυχώς μας έχει αφήσει μια ανάμνηση ο Ρέϊνταρ με πληροφόρησε πως στήν ασφάλεια του ο Τάτλ κατονόμασε το ορφανοτροφείο της αδελφής Τερέζα, σαν μοναδικό δικαιούχο | I've been informed by Radar that Captain Tuttle's G.I. Insurance... named Sister Theresa's orphanage as his sole beneficiary. |
Δεσποινίς Χάντλευ... κατονομάσατε τον Μιτς Γουαίην. | Miss Hadley, you named Mitch Wayne. |
Όταν εξαφανίστηκε η Σάρα και με κατονόμασαν ως ύποπτο, η Κέντρα τρόμαξε. | When Sarah disappeared and I was named a suspect, Kendra got frightened. |
Ανώνυμες πηγές μας, κατονόμασαν τον ύποπτο για τις βομβιστικές επιθέσεις σε δημόσιους χώρους. | Sources speaking under the condition of anonymity have named a person of interest in the public bombing: |
Οι άγγελοι είχαν λόγο που τους κατονόμασαν. | The angels named them for a reason. |
Οι αρχές κατονόμασαν τον Τσαρλς ΝτιΛορέντις ως τον κύριο ύποπτο στην απαγωγή πέντε εφήβων από το Ρόουζγουντ, καθώς κι ενός έκτου θύματος από το Κόρτλαντ. | 'Authorities have named Charles DiLaurentis' 'as a lead suspect in the kidnapping' 'of five Rosewood teens' 'as well as a sixth victim from Courtland.' |
Ο Σον δεν πυροβόλησε τον Γκέινς επειδή κατονόμαζε μέλη της Εποπτείας. | Sean didn't shoot Gaines because he was naming members of oversight. |
Αν όχι, τότε κατονομάστε τον μοιχό με τον οποίο συνευρέθη. | Thou wilt not then name the fornicator with whom thou hast lain? |
...εκτόξευσε τον άγνωστο γερουσιαστή από το Μιζούρι σε εθνικό επίπεδο... κατονομάζοντας τον Ήγκλετον. Ο Ήγκλετον Αποσύρεται: | TV ANNOUNCER: ...catapulted the unknown Senator from Missouri... into national prominence... by naming Eagleton as his running mate. |
Απεσταλμένοι έχουν ήδη σταλεί στην Ρώμη, κατονομάζοντας τον Πομπήιο νικητή ενάντια σε εχθρό που δεν μπόρεσες να νικήσεις. | Dispatch has already been sent to Rome, naming Pompey victor against enemy you could not quell. |
Εκείνη είπε ότι συνέβη πριν μπαρκάρει, αλλά αρνήθηκε να το αποδείξει κατονομάζοντας τον πατέρα. | She said it happened before she sailed but refused to prove it by naming the father. That's correct. |
Κανένας δεν θα βγάλει τα ίδια του τα μάτια, κατονομάζοντας... | Nobody's going to cut off their nose to spite their face, naming names in this... |
Μια εβδομάδα μετά την Al-majalah, έγινε άλλη μια επίθεση, και αυτή τη φορά η Υεμενική κυβέρνηση εξέδωσε δελτίο τύπου κατονομάζοντας τους καθορισμένους στόχους, όμως κανένας από αυτούς δεν είχε σκοτωθεί. | Who were they trying to kill? A week after al-Majalah, there was another strike. And this time, the Yemeni government issued a press release naming the intended targets, but none of them had been killed. |
Δεν μπορούμε να την κατηγορήσουμε για προδοσία γιατί δεν μάθαμε ακόμα την πηγή της, και δεν έχει κατονομάσει κανέναν. | We can't come at her for treason Because she hasn't outed her source, And she hasn't named anyone directly. |
Η αστυνομία δεν έχει κατονομάσει ύποπτο, κι ο δολοφόνος είναι ακόμα ελεύθερος. | Police have not named a suspect, and the killer is still at large. |
Ναι αλλά αυτόν το δολοφόνο θα τον κατονομάσει η Κυβέρνηση. | Yes, but this killer will be named by the administration. |
Οι καλύτερες ώρες μου εδώ, ήταν όταν νόμιζα πως κάποιος άλλος με είχε κατονομάσει ως συνεργό. | The best part of my time here was when I thought somebody else had named me as a co-conspirator. |
Σας προτρέπω να θυμάστε ότι η αστυνομία, δεν έχει κατονομάσει κανέναν ύποπτο, οπότε μην διαδίδετε ανυπόστατες κατηγορίες εναντίον των συνομηλίκων σας | I urge you to keep in mind that the police have not named a suspect, so please stop spreading unfounded accusations against your peers. |