Ακόμη και τώρα, αυτό το σώμα που κατοικείς καταστρέφεται. | Even now, this body you inhabit is being destroyed. |
Γνωρίζεις πως δεν θα κατοικείς για πάντα στην Αίθουσα των Αρωμάτων. | You know that you will not inhabit the Hall of Fragrance forever. |
Τον κόσμο που σε αρνείται, εσύ κατοικείς. | The world that denies thee, thou inhabit. |
"Η λευκή φυλή, η τελειότερη όλων των φυλών... κατοικεί κυρίως στην Ευρώπη, Δυτική Ασία... | "The white race, the most perfect of races... inhabits mainly Europe, West Asia... |
Έχει τη δύναμη να χαρίσει αθανασία ακόμα και αν ο Φύλακας μου κάνει τη μεγάλη χάρη να καταστρέψει την υπόλοιπη μίζερη ζωή που κατοικεί σε αυτόν τον κόσμο. | It has the power to bestow immortality even while the Keeper does me the great favor of destroying all the rest of the pathetic life that inhabits this world. |
Αν κατοικεί στο σώμα της, πρέπει να σκάψει... | He inhabits her body. She... He had her dig it up. |
Απευθύνομαι στο πνεύμα που κατοικεί σε αυτό το σπίτι. Είσαι εδώ; | I'm talking to the spirit that inhabits this house. |
Αν θυμώσατε που κατοικούμε στην πόλη σας... ζητούμε ταπεινά συγνώμη,... δεν θέλαμε να κάνουμε κακό. | If you are angry that we have unrightfully inhabited your great city, we humbly apologise. We mean no harm. |
Αν κι οι δύο κατοικούμε σ' αυτή την κρύα γέρικη γη,ποτέ δεν αλλάζουμε θέση, αλλά υπάρχει περισσότερο μυστήριο κι ενδιαφέρον στην δική σου δουλειά. | In as much as we both inhabit the same old earthy, chilly, never-changing place. But there's more mystery and interest in your work. |
Από τη στιγμή που όλοι μας κατοικούμε τη γη, όλοι μας θεωρούμαστε γήινοι. | Since we all inhabit the earth, all of us are considered earthlings. |
Αυτό που θα δούμε, δεν είναι μόνο το μέλλον... του κόσμου που κατοικούμε... αλλά και οι τεράστιες προκλήσεις... που θα αντιμετωπίσει το είδος μας. | What I see is not only the future Of the cosmos we inhabit But also the enormous challenges Our species will face. |
'Ακαρδοι θεοί, που κατοικείτε σ'αυτόν τον αφιλόξενο τόπο... ακούστε το παράπονο ενός θλιμμένου ερωτευμένου... που τον φέρνει εδώ ο πόνος της απουσίας. | While he is in the mountains I must look for Dulcinea. Rustic gods that live in this uninhabitable place. listen to the complaints of this poor lover, who a long absence makes unhappy. |
"Ανεπιθύμητες μορφές ζωής που κατοικούν σε πλανήτες τάξης-Η μπορούν να απομακρυνθούν κατά την κρίση της Συντεχνίας των Σέλιακ". | "Unwanted life forms inhabiting H-Class worlds may be removed at the discretion of the Sheliak Corporate." |
"Δεν εξηγείσαι ποτέ στα πρόβατα που κατοικούν τον πλανήτη..." | "You never explain yourself to the masses of sheep" "that inhabit this world," |
"Τα 4 έθνη που κατοικούν στην χώρα του Οζ , " ήταν η απάντηση. | 'The four nations that inhabit the land of Oz,' was the reply." |
'γνωστους ακόμη και σε εκείνους που τους κατοικούν. | Unknown even to those who inhabit them. |
20 εκατομύρια χρόνια πριν, ένα πιθηκοειδές πλάσμα κατοίκησε τη γη. Και ο πίθηκος σηκώθηκε όρθιος και έγινε άνθρωπος. | 20 million years ago, an apelike creature inhabited the earth. |
Ένα ανθρωποφάγο τέρας κατοίκησε ένα ορυχείο που λέγεται Red Rust Mountain. | A man-eating monster inhabited a mine called the Red Rust Mountain. |
Αγνοώντας το υπόλοιπο σύμπαν κατοικήσαμε σε μια φυλακή ένα μικρό σύμπαν που περιοριζόταν από ένα κέλυφος. | Oblivious to the rest of the cosmos, we inhabited a kind of prison-- a tiny universe bounded by a nutshell. |
Και ενώ αντιμετωπίζε τον δαίμονα που κατοικούσε στο σώμα της νεαρής γυναίκας ο πατέρας Αθώος παλουκώθηκε, με μια ομπρέλα. | And while confronting the demon that was inhabiting the young woman's body, Father Innocente was... Himpaled, with an umbrella. |
Ήταν ευρέως γνωστό, ότι ο Ζίρο Μουσταφά είχε αγοράσει και είχε κατοικήσει σε μερικά από τα πιο πολυτελή κάστρα και μέγαρα στην ήπειρο. | It was well known, Zero Moustafa had purchased and famously inhabited some of the most lavish castles and palazzos on the continent. |
Όπως και στους άλλους πλανήτες που έχουμε κατοικήσει... δεν αλλάξαμε αυτό τον κόσμο, αλλά τον βιώσαμε... και τον τελειοποιήσαμε. | As with the other planets you've inhabited, we do not change this world. But experience it. And perfect it. |
Αυτοί οι άνθρωποι, δεν είναι σαν τα άλλα σώματα που έχεις κατοικήσει. | These humans are not like the other bodies you have inhabited. |
Ο Ξιφίας είναι το πιο αδίστακτο πλάσμα που έχει κατοικήσει στη θάλασσα. | You'd be buying yourself a one-way ticket to a watery grave. Daggermouth is the meanest, most ruthless creature that's ever inhabited the sea. |