Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Κατεργάζομαι (work) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
κατεργάζομαι
κατεργάζεσαι
κατεργάζεται
κατεργαζόμαστε
κατεργάζεστε
κατεργάζονται
Future tense
θα κατεργαστώ
θα κατεργαστείς
θα κατεργαστεί
θα κατεργαστούμε
θα κατεργαστείτε
θα κατεργαστούν
Aorist past tense
κατεργάστηκα
κατεργάστηκες
κατεργάστηκε
κατεργαστήκαμε
κατεργαστήκατε
κατεργάστηκα
Past cont. tense
κατεργαζόμουν
κατεργαζόσουν
κατεργαζόταν
κατεργαζόμαστε
κατεργαζόσαστε
κατεργάζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
κατεργάσου
κατεργαστείτε
Perfective imperative mood
να κατεργάζεσαι
κατεργάζεστε

More Greek verbs

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'work':

None found.