Έμαθα να καταπιέζω τα συναισθήματά μου. | l learned to suppress my emotions. |
Ω, παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα, μπορεί εσύ να τα καταφέρνεις πολύ καλά.... Να παράγεις ενέργεια και να τα καταπιέζεις όλα αυτά, αλλά... | Maybe you can generate or whatever it is for all that suppress business, but... |
Μπορείς μόνο να καταπιέζεις την πραγματική σου φύση για καιρό. | You can only suppress your real nature for so long. |
Πρέπει να μάθεις να τα καταπιέζεις ειδάλλως θα σε αφανίσουν. | You must learn to suppress them all. Otherwise, they will consume you. |
Δεv μπoρείς vα καταπιέζεις τηv πvευματική μoυ πρόoδo, Mάικ. | Man, you can't keep suppressing my spiritual growth, Mike. |
Υποψιάζομαι πως καταπιέζεις κάτι σημαντικό στη ζωή σου. | I suspect you're suppressing something important in your life. |
Μάθαμε να τα καταπιέζουμε. | We suppress them. |
Έχουμε εκπαιδευτεί να καταπιέζουμε αυτά τα συναισθήματα, να ντρεπόμαστε γι' αυτά. | We're trained to suppress those feelings, to be ashamed of them |
Είμαστε εδώ για να εκφράζουμε τα αισθή- ματα μας, όχι να τα καταπιέζουμε. | We're here to be honest with our feelings, not suppress them. |
- Οι μεγάλοι καταπιέζουν τους μικρούς. | It's the old age suppressing youth thing. |
Yποσυνείδητα καταπιέζουν τις πλήρεις ικανότητές τους. | They are subconsciously suppressing their full abilities. |
Ο θετός της πατέρας ήταν ένας πανίσχυρος εκατομμυριούχος, τότε καταπίεσα την ανάγκη μου να γελάσω στα μούτρα της, αλλά τώρα, | Her adopted father was a powerful billionaire, So I suppressed the urge to laugh in her face. |
Γι 'αυτό το καταπίεσα. | So I suppressed it. |
Το καταπίεσα αλλά.. | I suppressed it to death. |
ηΦρειδερίκαθυμωμένα καταπίεσε τα αισθήματα πουτηντράβηξανστονξάδελφότης. | Frederique angrily suppressed the emotions that had drawn her towards her cousin. |
Ίσως να την καταπίεσε. | I mean, maybe he suppressed it. |