Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Καταπιέζω (suppress) conjugation

Greek
16 examples
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καταπιέζω
καταπιέζεις
καταπιέζει
καταπιέζουμε
καταπιέζετε
καταπιέζουν
Future tense
θα καταπιέσω
θα καταπιέσεις
θα καταπιέσει
θα καταπιέσουμε
θα καταπιέσετε
θα καταπιέσουν
Aorist past tense
καταπίεσα
καταπίεσες
καταπίεσε
καταπιέσαμε
καταπιέσατε
καταπίεσα
Past cont. tense
καταπίεζα
καταπίεζες
καταπίεζε
καταπιέζαμε
καταπιέζατε
καταπίεζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
καταπίεσε
καταπιέστε
Perfective imperative mood
καταπίεζε
καταπιέζετε

Examples of καταπιέζω

Example in GreekTranslation in English
Έμαθα να καταπιέζω τα συναισθήματά μου.l learned to suppress my emotions.
Ω, παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα, μπορεί εσύ να τα καταφέρνεις πολύ καλά.... Να παράγεις ενέργεια και να τα καταπιέζεις όλα αυτά, αλλά...Maybe you can generate or whatever it is for all that suppress business, but...
Μπορείς μόνο να καταπιέζεις την πραγματική σου φύση για καιρό.You can only suppress your real nature for so long.
Πρέπει να μάθεις να τα καταπιέζεις ειδάλλως θα σε αφανίσουν.You must learn to suppress them all. Otherwise, they will consume you.
Δεv μπoρείς vα καταπιέζεις τηv πvευματική μoυ πρόoδo, Mάικ.Man, you can't keep suppressing my spiritual growth, Mike.
Υποψιάζομαι πως καταπιέζεις κάτι σημαντικό στη ζωή σου.I suspect you're suppressing something important in your life.
Μάθαμε να τα καταπιέζουμε.We suppress them.
Έχουμε εκπαιδευτεί να καταπιέζουμε αυτά τα συναισθήματα, να ντρεπόμαστε γι' αυτά.We're trained to suppress those feelings, to be ashamed of them
Είμαστε εδώ για να εκφράζουμε τα αισθή- ματα μας, όχι να τα καταπιέζουμε.We're here to be honest with our feelings, not suppress them.
- Οι μεγάλοι καταπιέζουν τους μικρούς.It's the old age suppressing youth thing.
Yποσυνείδητα καταπιέζουν τις πλήρεις ικανότητές τους.They are subconsciously suppressing their full abilities.
Ο θετός της πατέρας ήταν ένας πανίσχυρος εκατομμυριούχος, τότε καταπίεσα την ανάγκη μου να γελάσω στα μούτρα της, αλλά τώρα,Her adopted father was a powerful billionaire, So I suppressed the urge to laugh in her face.
Γι 'αυτό το καταπίεσα.So I suppressed it.
Το καταπίεσα αλλά..I suppressed it to death.
ηΦρειδερίκαθυμωμένα καταπίεσε τα αισθήματα πουτηντράβηξανστονξάδελφότης.Frederique angrily suppressed the emotions that had drawn her towards her cousin.
Ίσως να την καταπίεσε.I mean, maybe he suppressed it.

More Greek verbs

Related

πιέζω
press

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'suppress':

None found.