Στη διαθήκη του ξεκαθαρίζει ότι ανήκει σ' αυτόν που θα τον σκοτώσει. | But the terms of his will clearly state that whoever kills him gets to keep it. |
Ο δολοφόνος του Κάστιγκαν ξεκαθάρισε και το αρχείο του. | Problem is, whoever killed Castigan cleaned out his files. |
Όχι μόνο γιατί θα έχετε σκοτώσει κάποιον, αλλά και γιατί θα με έχετε ξυπνήσει χωρίς κάποιον καλό λόγο. Τα ξεκαθαρίσαμε; | Not only will you have killed someone, you woke me for no reason. |
Τώρα που το ξεκαθαρίσαμε, θα σου πω πώς θέλω να σκοτωθεί ο άντρας μου. | Now that we've cleared that up, I'II tell you exactly how I want my husband killed. |
'ρα, ευθύνονται ένα απ' τα δύο πράγματα που δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα. | So, what killed him is one of two things I haven't figured out yet. |
Θα ήθελα να ξεκαθαρίσει πως σκοτώθηκε έτσι θα μπορούσε να αναπαυθεί εν ειρήνη . | You wanted to clear up how he was killed so he could rest in peace. |