Μοιάζεις γερασμένη όταν θυμώνεις. | No-- is not nice. You look like old lady when you're anger. |
Αγαπητή μου, παρακαλώ θυμήσου ότι ποτέ δε θυμώνουμε μπροστά στους υπουργούς μας. | My dear, please, remember we never display anger in front of our cabinet. |
Όλοι θυμώνουμε, Κρις. | Well, we all got anger, Chris. |
Μετά θυμώνουν. | And then anger. |
Αρέσει μόνο στους ακόλαστους. Τους κάνει να γελάνε, μα και να θυμώνουν. Και τότε τον περιγελούν και τον χτυπάνε. | None but libertines delight in him, for he both pleases men and angers them and then they laugh at him and beat him. |
Τα μεγάλα λόγια με θυμώνουν. | Big words anger me! |
Αν τους κατεβάσουμε, θα θυμώσουμε τον Σισίο. | If we cut them down, we will anger Mr. Shishio. |
Έτσι όπως το σκάμε, οι Αμερικανοί θα θυμώσουν. | We will anger the Americans, slipping out like this. |
"Εκτός από το ότι θύμωσα όταν έφυγες "και ακόμη δεν μου πέρασε | Except for the anger which seized me when you left and still hasn't passed. |
Αποκλείεται να κάνατε κάτι που να τον θύμωσε τόσο πολύ. | You could not have done anything to anger him so. |
Έκανα κάτι που σε θύμωσε; | Did I do something to anger you? |
Έχεις, απόλυτο δίκιο. Αλλά ,δεν βγαίνουν τα εντάλματα, επειδή θυμώσαμε! | You're right, but we can't issue warrants of arrest out of anger. |
Πόσο πολύ θυμώσαμε τον Θεό, για να εξαπολύσει τους αγγέλους του! | How we've angered God, for him to let his angels upon us! |