Θα γίνω πλούσιος, θα μάθω πώς να θερίζω, και να κάνω μια δωρεά στο σχολείο σας. | I'll get rich, learn how to mow, and make a donation to your school. |
Μετά που πέθανε ο Τζόρτζ,μου φτυαρίζεις το πεζοδρόμιο, μου θερίζεις το γκαζόν. | - After George died, you shovelled my sidewalk, you mowed my lawn. |
Τις σταμπάρω κι εσύ τις θερίζεις. | I line them up, you mow them down. |
Γιατί σκούρο είναι το δέρμα... που θερίζει... την εποχή του θερισμού. | For dark is the suede that mows like a harvest. |
Κατανοώ πόσο δύσκολο είναι να πουλήσεις εισιτήρια για έναν ήρωα... που θερίζει χήρες εν ψυχρώ. | I understand the difficulty in selling tickets to see a hero... who mows down widows in cold blood. |
- Μας έχουν απαγορεύσει να θερίζουμε. | - They've forbidden us to mow grass. |
Όμως σε όποια παγίδα μου στήνουν, καμιά φορά σαν πίθηκοι... που θερίζουν... και φλυαρούν με μένα και μετά με δαγκώνουν... έπειτα, σαν σκαντζόχοιροι οι οποίοι κυλιούνται στα γυμνά μου πόδια... ανεβαίνουν τ' αγκάθια τους στον ήχο των βημάτων μου. | But for every trifle are they set upon me sometime like apes that mow and chatter at me and after bite me then like hedgehogs which lie tumbling in my barefoot way and mount their pricks at my footfall |
Αυτοί οι κομιστές μπορούν να χρησιμοποιήσουν έναν Λίθο και να αποδεκατίσουν ολόκληρους πολιτισμούς, σαν να θερίζουν σιτάρι. | These carriers can use the Stone to mow down entire civilizations like wheat in a field. |
Αύριο το πρωί θα πάω στο χωριό και θα τροφοδοτήσω τα βρέφη των αγροτών από το μπουκάλι ενώ οι μητέρες τους θερίζουν | Tomorrow morning I'll go to the village and feed peasant infants from the bottle while their mothers mow. |
Είδα αυτόν και τους αδελφούς Πινκς... Να θερίζουν 32 γυναίκες Απάτσι και παιδιά. | I've seen him and a bunch of brother Pinks mow down 32 Apache women and children |
Τα τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη θερίζουν δυνάμεις της Τζώρτζια και των ανταρτών. | The drones are mowing down the Georgian and rebel forces. |
Απλά τους θέρισα. | Just mowed? |
Έτσι, τον θέρισες στο δρόμο... Όπως ένα σκυλί; | So you mowed him down in the street... like a dog? |
'ρα πιστεύεις πως το φάντασμα κύριος διάσημος που θέρισε τη βραδιά της κηδείας του νεκρού σου φίλου ήταν κάποιος άσχετος; | so you think the ghost miss popular mowed down the night of her friend's wake was somebody random? |
Αυτή η φωτογραφία πάρθηκε στο δρόμο ακριβώς πριν τη στιγμή που κάποιος θέρισε τον Στιβ. | This photo was taken on the street right before Steve was mowed down. |
Το σώμα σου είναι λευκό σαν τα κρίνα του λιβαδιού που ο θεριστής ποτέ δεν θέρισε. | Thy body is white like the lilies of a field that the mower hath never mowed. |
Τους θέρισαν πριν πατήσουν στο έδαφος. | They were mowed down before they hit the ground. |