Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Επιτελώ (achieve finally) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
επιτελώ
επιτελείς
επιτελεί
επιτελούμε
επιτελείτε
επιτελούν
Future tense
θα επιτελέσω
θα επιτελέσεις
θα επιτελέσει
θα επιτελέσουμε
θα επιτελέσετε
θα επιτελέσουν
Aorist past tense
επιτέλεσα
επιτέλεσες
επιτέλεσε
επιτελέσαμε
επιτελέσατε
επιτέλεσα
Past cont. tense
επιτελούσα
επιτελούσες
επιτελούσε
επιτελούσαμε
επιτελούσατε
επιτελούσαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
επιτέλσου
επιτελέστε
Perfective imperative mood
να επιτελείς
επιτελείτε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'achieve finally':

None found.