Με συναρπάζει να εξερευνώ νέες πιθανότητες καριέρας. | Always a thrill to explore new career possibilities. |
Η συγγένειά μας... μου προσέφερε πολύτιμη άποψη για τις διάφορες εθνικότητες... που ανήκουν σ' αυτό που εξερευνώ ως μέλος των επαγγελματικών ΜΜΕ. | They have given me what I think is a very precious and valuable insight... into the different kinds of ethnic relationships... that are part of the very things that I've been trying to explore... as a member of the professional media. |
Αλλά τις αγαπώ γιατί μου επιτρέπουν να εξερευνώ όλα τα υπόλοιπα θέματα που με ενδιαφέρουν. | But l love it because it allows me to explore all of the other subjects that interest me. |
Ένας σημαντικός φίλος λέει να εξερευνώ κάθε εκδοχή. | A certain reporter friend of mine always said to explore all options. |
Απλά εξερευνώ τις επιλογές μου και ρισκάρω. | I just wanted to explore my options, take a risk. |
Κι εσύ μπορείς να εξερευνείς από το ολοκατάστρωμα αντί από Αστρικό Σκάφος. | And you could explore space on a holodeck instead of a starship. |
Εφόσον θέλεις να εξερευνείς αυτό πρέπει να δεσπόζει. | You may want to explore this need to dominate. |
Μ' αρέσει που εξερευνείς εναλλακτικές ιδέες... | I'm impressed with your willingness to explore alternative ideas, options. You interned at the Daily Planet this summer, didn't you? |
Σε καταλαβαίνω, σ' αγαπώ και σ' εκτιμώ για τη δύναμή σου... να εξερευνείς καταστάσεις. | I understand, love and respect you for your courage to explore things. |
Με τις μεθόδους της επιστήμης έχουμε αρχίσει να εξερευνούμε το σύμπαν. | With the methods of science we have begun to explore the cosmos. |
Κάτι μέσα μας, μας ωθεί να μαθαίνουμε, να εξερευνούμε. | We're growing. Something about us compels us to learn, explore. |
Απλά εξερευνούμε το πλοίο. | We explored just a ship. |
Αλλά τώρα ας στραφούμε προς το μέλλον σ' αυτόν τον μυστήριο κόσμο που εξερευνούμε στη "Σκοτεινή Ζώνη". | But let us now turn to the future, in that mysterious world we explore in "The Dark Zone". |
Νόμιζα ότι θα αρχίζαμε να εξερευνούμε το νόημα του όρου "ιδιωτικότητα" | Have you ever seen her wear black? I thought we might start to explore the concept of privacy. |
Αυτά τα ίδια χέρια που φαντάζομαι να εξερευνούν.. με νεύρο, με μαεστρία και σβελτάδα το κορμί της Μάρας! | The same hands which may explore Mara's body, with ability, force and agility. |
Διδάσκω ποίηση του 17ου αι. Τις ιερές ωδές του Τζον Ντον. Αυτές εξερευνούν το θάνατο λογοτεχνικά, στο έπακρο. | l am, after all, a professor of 17th century poetry... specializing in the Holy Sonnets of John Donne... which explore mortality in greater depth... than any body of work in the English language. |
'Οποτε εξερευνούν τα σύνορα της γενετικής, τα ερωτήματα... | Whenever the front.. When ever... the frontiers of genetics are explored... |
Οι Γκοα'ούλντ κατέχουν την τεχνολογία να εξερευνούν τις μνήμες κάποιου. | The Goa'uld possess the technology to explore one's memory. |
Θα έχουμε σταθμό σύνδεσης για αποκόλληση πυραύλων... που θα φεύγουν από την τροχιά της Γης... και θα εξερευνούν άλλους πλανήτες. | That will leave Earth's orbit altogether and explore other planets. |
Μετά, θα εξερευνήσω τις συσκευές βιοσυμμόρφωσης. | Next, I will explore bioconditioning devices. |
Το νέο και ανανεωμένο Πόιζ θα εξερευνήσει το τελευταίο όριο. Το νέο και ανανεωμένο Πόιζ θα περάσει το τελευταίο όριο. | The new and improved Poise will explore the last frontier. |
Σε αυτήν την ειδική έκδοση του Newsline, θα εξερευνήσουμε... | On this special edition of Newsline... - we will explore... |
Αυτή την συνεχόμενη βία θα εξερευνήσουμε στην "Αποκλίνουσα Συμπεριφορά": | "It is this continuum of violence that we will explore in deviance: |
Ήξερα οτι θέλαμε να μείνουμε μόνοι... έτσι εξερεύνησα. | I knew we'd wanna be alone, so I explored. |
Από τότε που είμαι στην καρδιά της μηχανής... εξερεύνησα τα μυστικά της... και έμαθα ότι μπορώ να κοιτάξω σε μακρινούς κόσμους. | Since taking up residence in the heart of this machine... I have explored its secrets... learned and discovered that I can look into distant worlds. |
Έτσι οι εικόνες μου μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε αυτά τα τοπία. Για 10 περίπου χρόνια εξερεύνησα αυτόν τον τύπο τοπίων μέσα σε λατομεία και ορυχεία νικελίου, χαλκού και σιδήρου. | So my images brought those landscapes into our consciousness... and for about ten years I explored that kind of landscape... through quarries and mines— nickel or copper or iron ore. |
Σκαρφάλωσα βουνά, εξερεύνησα, πήγα σε σαφάρι | I've climbed mountains, I've explored, I've been on safari... |
Παλιότερα, εξερεύνησα τον τρόπο με τον οποίο η οργανωμένη θρησκεία και οι πρωτόγονες θρησκευτικές αξίες καταστρέφουν τη ζωή μας. | Previously, I've explored how organized faith and primitive religious values blight our lives |
Μήπως εξερεύνησες και εσύ καμιά πτυχή όσο ήσουν στην Νέα Υόρκη; | Were there any areas you explored when you was in New York? |
Πόσο μακριά εξερεύνησες; | - How far have you explored? |
Και να πώς τον εξερεύνησε ο πρώτος άνθρωπος: | And this is how the first man explored it: |
Ω, Φάουστους, έλα και εξερεύνησε την δική μου χώρα εξερεύνησε τα μάτια μου, τα στήθη μου, τα μαλλιά μου. | Oh, Faustus, come and explore my country explore my eyes, my breasts, my skin. |
'ντρες, θα ακολουθήσουμε το χάρτη του παγιδευτή Pierre LeBlanc... που εξερεύνησε το Missouri το 1792. | Men, we'll be following the map of trapper Pierre LeBlanc... who explored the Missouri in 1792. |
Φτιάξε αντικείμενα, λύσε προβλήματα, εξερεύνησε τα μυστικά τού σύμπαντος. | Build artifacts, solve problems, explore the secrets of the universe. |
Χάιραμ, προχώρα, εξερεύνησε. | Hiram, please. Go, explore. |
Δεν εξερευνήσαμε πoτέ την ανατoλική μας έρημo επειδή θεωρoύσαμε πάντα ότι δεν μπoρεi να υπάρξει ζωή εκεi. | Our eastern desert has never been explored because we've always assumed that life cannot exist there. |
Φύγαμε από τον κόσμο μας, εξερευνήσαμε τα άστρα και δεν βρήκαμε άλλους σαν εμάς. | We left our world, explored the stars and found none like ourselves. |
Ο 'Αικ κι εγώ εξερευνήσαμε όλη η Λίμνη των Δακρύων απ'τo Φρικτό Λιμάνι μέχρι τo Πηγμένo Σπήλαιo, πέρα, πoλύ μακριά. | Ike and I explored every cove and inlet of Lake Lachrymose, from Horrid Harbor, all the way over to Curdled Cave, way over there. |
Χτίζαμε μεγάλα σπουδαία πράγματα, κάναμε τεράστια τεχνολογική πρόοδο, εξερευνήσαμε το σύμπαν, θεραπεύσαμε ασθένειες και καλλιεργήσαμε τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες και τη σπουδαιότερη οικονομία του κόσμου. | We built great big things, made ungodly technological advances, explored the universe, cured diseases, and we cultivated the world's greatest artists and the world's greatest economy. |
Με συγχωρείς Λόρεν, μα δεν εξερευνήσαμε ακόμη την μαγειρική άποψη του θέματος. | Excuse me, Lauren, I don't think we fully explored the cooking aspect of this yet. |