Σίγουρα ο κ. δημόσιος κατήγορος θα ελέγξει τα αρχεία μου και ίσως χάσω το προνόμιο να εξασκώ την ιατρική. Πρέπει επιτέλους να μιλήσει κάποιος, με οποιοδήποτε κόστος! | I'm sure that the prosecutor will see that the state investigates my records and perhaps I could lose the privilege to practice medicine but it's time that someone spoke up and paid the price for the privilege of speaking. |
Αν γίνω και πάλι πάστορας, πρέπει να εξασκώ αυτά που κηρύττω. Που σημαίνει, όχι άλλο... Θεέ μου. | I have to practice what I preach, which means no more... oh, my god. |
Ελίζαμπεθ Ανν Γκατζ, κατηγορείσαι ότι εξασκείς μαύρη μαγεία. | Elizabeth Anne Gadge, you have been accused of the practice of witchcraft and sorcery. |
Ποιο εξασκείς τελικά; | What kind do you practice? |
Δεν υπάρχουν πολλά μέρη για να εξασκείς μαγεία στο Πόρτλαντ. | There's not a lot of places to practice magic in Portland. |
- Τι είδους ιατρική εξασκείς; | What kind of medicine do you practice? |
Λοιπόν τι είδους δικηγορίας εξασκείς; | So what kind of law did you practice? |
Εδώ προστατεύουμε τη δημοκρατία, δεν την εξασκούμε. | We're here to preserve democracy, not to practice it. |
Για αυτό ο Δαλάι Λάμα λέει να εξασκούμε την αντικειμενικότητα. | This is why the Dalai Lama says to practice detachment. |
Όλο με ελέγχει και πρέπει να τρέχω για μία ώρα κάθε μέρα, να ζωγραφίζω δύο ώρες, να εξασκούμε στο πιάνο για τρεις, και το χειρότερω, να διαβάζω τέσσερις ώρες! | She's so controlling. I have to run an hour every day, paint for two hours, practice piano for three, and the worst, study for four hours! |
- Και περιστασιακά να εξασκούμε το νόμο. | And occasionally practice law. |
Το θέμα είναι, Ράνταλ, συνήθως δεν εξασκούμε το επάγγελμα σε στρατιωτικό δικαστήριο. | The thing is, we don't usually practice in military court. I don't care. |
Φαίνεται ότι αυτά τα έντομα εξασκούν συγγενικό κανιβαλισμό. | Turns out these bugs practice sibling cannibalism. |
Λίγοι γνωρίζουν την ύπαρξή της, ακόμα λιγότεροι να την εξασκούν. | Few know of its existence, much less its practice. |
Μα οι Κινέζοι μισούν αυτού του είδους την επίδειξη. και οι ιερείς που την εξασκούν θεωρούνται ως επαίσχυντοι. | But the Chinese hate that kind of ostentation... and priests who practice it are regarded as dishonorable. |
Το Tummo, είναι μια μορφή διαλογισμού που εξασκούν για ν' αποβάλλουν τις αρνητικές σκέψεις. | Tummo is a form of meditation they practice to do away with negative thoughts. |
Το Μάτι είναι οι φύλακες της αληθινής μαγείας και προστάτες αυτών που την εξασκούν. | The Eye are the keepers of real magic and the protectors of those who practice it. |
Εγώ κι η Μιτσού αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στην Κίνα... όπου θα εξασκήσουμε την ιατρική στην Μαντζουρία. | Mitsu and I have decided to move to China... where we will practice medicine in Manchuria. |
Θα κάνω αυτό που εξάσκησα. | I'm doing what I practiced. |
Ποτέ μου δεν εξάσκησα την ιατρική, ποτέ μου δεν ήμουνα γιατρός! | I've never practiced, I've never been a doctor! |
Μόνο στα δέκα εξάσκησα τη νομική. | I didn't practice law until I was ten. |
-Δεν την εξάσκησες; -Ναι. | - You didn't practice? |
Αν έμεινες άγρυπνος μελετώντας στρατιωτικές τακτικές... πρέπει να εξάσκησες επίσης και τις ικανότητές σου στη μάχη. | If you stayed up reading on military tactics... you must've practiced your combat skills, too. |
Καλύτερα εξάσκησε την αφοσίωσή σου στην σκοτεινή εξάσκηση των τεχνών μου. | Rather, profess your devotion to the obscure practice of the dark arts. |
Τέλεια υπακοή όπως την εξάσκησε ο Χριστός Και όπως δεν μπορώ εγώ πια. | Perfect obedience as Christ practiced it... as I no longer can. |
Τότε το πρώτο σου μάθημα είναι απλό... εξάσκησε την τέχνη της χαμένης χαριτωμένης. | Then your first lesson is simple... practice the art of losing gracefully. |
Σε παρακαλώ, εξάσκησε τα Αγγλικά σου, Αλεξάνδρα. | Please practice your English, Alexandra. |