Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ενοποιούμαι (imburse) conjugation

Greek

Conjugation of ενοποιούμαι

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ενοποιούμαι
I imburse
ενοποιείσαι
you imburse
ενοποιείται
he/she does imburse
ενοποιούμαστε
we imburse
ενοποιείστε
you all imburse
ενοποιούνται
they imburse
Future tense
θα ενοποιηθώ
I will imburse
θα ενοποιηθείς
you will imburse
θα ενοποιηθεί
he/she will imburse
θα ενοποιηθούμε
we will imburse
θα ενοποιηθείτε
you all will imburse
θα ενοποιηθούν
they will imburse
Aorist past tense
ενοποιήθηκα
I imburseed
ενοποιήθηκες
you imburseed
ενοποιήθηκε
he/she imburseed
ενοποιηθήκαμε
we imburseed
ενοποιηθήκατε
you all imburseed
ενοποιήθηκαν
they imburseed
Past cont. tense
ενοποιούμουν
I was imburseing
ενοποιούσουν
you were imburseing
ενοποιούνταν
he/she was imburseing
ενοποιούμαστε
we were imburseing
ενοποιούσαστε
you all were imburseing
ενοποιούνταν
they were imburseing
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
be imburseing
-
imburse
Perfective imperative mood
ενοποιήσου
imburse
ενοποιηθείτε
imburse

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

θεοποιούμαι
admire
υλοποιούμαι
being materialized

Similar but longer

ενοχοποιούμαι
be implicated

Other Greek verbs with the meaning similar to 'imburse':

None found.