Ήθελα να σε συναντήσω να σε ρωτήσω πώς διαχειρίζεσαι και δημιουργείς τόσο όμορφα αντικείμενα. | I wanted to meet you to ask how you manage to create such beautiful objects. |
Εξάλλου, εσύ είσαι που τα διαχειρίζεσαι. | Besides, you're the one that manages it for her. |
Είσαι επιχειρηματίας και διαχειρίζεσαι πολύ δυναμικό. | You're a businessman, you manage a lot of people. |
Εμπιστευόταν πολύ τους φίλους του, μου είπαν. Το Συμβούλιο τον έκλεβε... Καλύτερα να διαχειριζόμαστε εμείς τα χρήματα. | Walter and Steven said that Simon put too much faith in his friends and... the Board was in his pocket, and it was better if we controlled and managed his money. |
- Το πώς διαχειριζόμαστε τον πόνο μας, εξαρτάται από εμάς. | How we manage our pain is up to us. |
Κι αυτά είναι θεμελιώδη σημεία τού πώς διαχειριζόμαστε το νερό. | These are all very fundamental aspects of how we manage and use water. |
Απλά τους διαχειριζόμαστε. | We just manage them. |
Το δικαίωμα να δημιουργούμε ιδιωτική στρατιά ώστε να διαχειριζόμαστε τις παγκόσμιες υποθέσεις και να τις σταθεροποιούμε. | The right to direct private armies, to manage global affairs into stable equilibrium. |
Μάνατζερ σαν κι έμένα διαχειρίζονται μεγάλα ποσά του ιδιωτικού τομέα. | Managers like me manage large amounts of money for private interests. |
Αυτό είναι gonna σας δώσει μια καλή ευκαιρία να μάθουν να διαχειρίζονται τα χρήματα. | This is gonna give you a good opportunity to learn to manage money. |
Είναι κρίμα που δε διαχειρίζονται τους πόρους τους καλύτερα. | It's a shame they don't manage their resources better. |
Πατέρα, αυτή η τρέλα θα χρεωκοπήσει το σχολείο. Σύντομα θα έχουμε επιστροφές από την φάρμα που διαχειρίζονται οι φοιτητές. | We'll soon have returns from the farm managed by the students. |
Αυτή η διαμαρτυρία είναι εναντίον του πως διαχειρίζονται τον κόσμο! | This protest is against how the world is being managed. |
Διαχειριστείτε τους, και θα διαχειριστώ τη γυναίκα μου. | Manage them, and I will manage my wife. |
Παντρεμένη σε έναν γάμο συμφερόντων Θέλει ένα κληρονόμο ο οποίος θα διαχειριστεί τα εδάφη της με σταθερότητα, όπως αυτή, αλλά ο σύζυγός της δεν είναι σε θέση να την καταστήσει έγκυο. | Wed in a marriage of convenience, she wants an heir who will manage her lands with a firm hand, as she does, but her husband is unable to make her pregnant. |
Στο πρόσωπό μου, τώρα, υπάρχει πιο προηγμένη τεχνολογία από ότι το είδος σας θα διαχειριστεί στα επόμενα εννέα εκατομμύρια χρόνια. | On my face, right now, more advanced technology than your species will manage over the next nine million years. |
Τελοσπάντων.. διαχειρίστηκα μία συμφωνία για την Δούκισσα με κάποιον απ'το Κουβέιτ. | Anyway I managed to strike a deal for The Duchess with a man from Kuwait. |
Πώς το διαχειρίστηκα αυτό; | How did I manage that? |
- Δεν τη διαχειρίστηκες και πολύ καλά. | From what I can tell, you mismanaged the hell out of it. |
Και τις διαχειρίστηκες και μετεγχειρητικά; | And you managed their post-op care? |
Πώς το διαχειρίστηκες αυτό; | How'd you manage that? |
δικά μας χρήματά ,αλλά τα διαχειρίστηκε καλά ο Dοn Calοgerο, και ο Τancredi τα χρειάζεται. | It's mostly our money, but it's very well managed by Don Calogero. This is exactly what Tancredi needs. |
οπότε τα χαλάω μαζί της για ανάρμοστη συμπεριφορά ως κορίτσι μου.. ...το οποίο νομίζω ότι δικαιολόγησα, αλλά εκείνη με κάποιο τρόποτ το διαχειρίστηκε ώστε να το γυρίσει αλλιώς έτσι ώστε να αισθάνομαι το κάθαρμα στο τέλος. πως συμβαίνει αυτό? | So l break up with her for conduct unbecoming a girlfriend something which l think that l was justified in, yet she manages to turn it around so that l feel like the creep. |
Ενώ το 97% των πελατών μας είχαν κορυφαίες αποδόσεις, υπάρχει κι ένα 3% που δυστυχώς, τα χρήματα τους διαχειρίστηκε κάποιος Φρανκ Γκέρσκι. | While 97% of our clients have enjoyed record years, there is 3% who unfortunately had their money managed by one Frank Gersky. |
Η ψήφιση των μέτρων που διαχειρίστηκε το Συμβούλιο της πόλης του Γιόνκερς απεδείχθη ανεπαρκής. | To vote in favor of the overall remedy, as the Yonkers City Council has finally managed to do, is insufficient. |
Η Evil Corp ωστόσο διαχειρίστηκε νομικά το όλο ζήτημα, και έτσι απορρίφθηκαν όλες οι μηνύσεις για αποζημιώσεις που είχαν υποβάλλει οι οικογένειες των θυμάτων, ισχυριζόμενοι ότι δεν υπήρχαν άμεσα αποδεικτικά στοιχεία που να συνδέουν τα εργοστάσια τους με τις διαγνώσεις των λευχαιμιών. | Evil Corp, however, managed to get the class-action lawsuit filed against it by the surviving victims dismissed, claiming there was no direct evidence linking their factories to the diagnoses. |
Σε παρακαλώ διαχειρίσου το για 2-4 ημέρες ακόμα. | Please manage two-four days more. |
Μοιάζει να έχεις τον τρόπο σου με τις γυναίκες, αλλά, εμ, αν πας να κοιμηθείς με την αδερφή μου, διαχειρίσου τις προσδοκίες σου. | You look like you know your way around women, but, uh, if you're gonna sleep with my sister, manage your expectations. |
Εσύ διαχειρίσου την αυτοκρατορική κρεβατοκάμαρα. | You manage the imperial bed chamber. |
- Nαι, πήγαινε διαχειρίσου το. | - Yeah, go manage it. |
Θα υποθέσω ότι μπορείτε όλοι να διαχειριστείτε την απουσία του Γουίλ, χωρίς να χρειάζεται να σας παρακολουθώ από πολύ κοντά. | I'm going to assume that you can all manage Will's absence without me looking too closely over your shoulders. |