Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διατρέφομαι (rescue) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διατρέφομαι
διατρέφεσαι
διατρέφεται
διατρεφόμαστε
διατρέφεστε
διατρέφονται
Future tense
θα διατραφώ
θα διατραφείς
θα διατραφεί
θα διατραφούμε
θα διατραφείτε
θα διατραφούν
Aorist past tense
διατράφηκα
διατράφηκες
διατράφηκε
διατραφήκαμε
διατραφήκατε
διατράφηκαν
Past cont. tense
διατρεφόμουν
διατρεφόσουν
διατρεφόταν
διατρεφόμαστε
διατρεφόσαστε
διατρέφονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διατρέφου
διατρέφεστε
Perfective imperative mood
διαθρέψου
διατραφείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

ανατρέφομαι
restore

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'rescue':

None found.