Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ανατρέφομαι (restore) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ανατρέφομαι
ανατρέφεσαι
ανατρέφεται
ανατρεφόμαστε
ανατρέφεστε
ανατρέφονται
Future tense
θα ανατραφώ
θα ανατραφείς
θα ανατραφεί
θα ανατραφούμε
θα ανατραφείτε
θα ανατραφούν
Aorist past tense
ανατράφηκα
ανατράφηκες
ανατράφηκε
ανατραφήκαμε
ανατραφήκατε
ανατράφηκαν
Past cont. tense
ανατρεφόμουν
ανατρεφόσουν
ανατρεφόταν
ανατρεφόμαστε
ανατρεφόσαστε
ανατρέφονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ανατρέφου
ανατρέφεστε
Perfective imperative mood
αναθρεψου
ανατραφείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

διατρέφομαι
rescue

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'restore':

None found.