Aπό αυτή την οπτική γωνία, το ζήτημα διαμορφώνεται ομαλά. | She's the only one who's allowed to. How does she look to you? |
Αλλά ήταν εδώ, στην αλλαγή του αιώνα (19ου), στην πόλη Λάντλοου του Κολοράντο, που άρχισαν να διαμορφώνονται οι δημόσιες σχέσεις, έτσι όπως τις ξέρουμε. | Yet it was here, at the turn of the century in the town of Ludlow, Colorado that PR as we know it began to take shape. |
Με άλλα λόγια, εάν οι άνθρωποι διαμορφώνονται να είναι φανατισμένοι ρατσιστές- εάν ανατρέφονται μέσα σε ένα περιβάλλον που υποστηρίζει κάτι τέτοιο τότε γιατί ρίχνουμε την ευθύνη στο άτομο; | In other words, if people are conditioned to be racist bigots- if they are brought up in an environment that advocates that why do you blame the person for it? |
Δεν πήρε πολύ για να γίνει το Κουάχογκ ένας εντυπωσιακός οικισμός του νέου κόσμου, που έσφυζε από ζωή. Όλα διαμορφώθηκαν πολύ ωραία. | It didn't take long before Quahog was a thriving New World settlement bustling with life. |
Υπάρχει μια μέθοδος για το εξηγήσουμε. Οι υποστηρικτές της εξέλιξης πιστεύουν ότι όντα τόσο πολύπλοκα όσο ο άνθρωπος, δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά σαν από θαύμα, αλλά διαμορφώθηκαν, μέσα από αμέτρητα στάδια, από απλούστερους οργανισμούς. | Evolutionists believe that creatures as complex as humans did not just miraculously pop into existence. |
Μόλις τελειώσει η χαρτογράφηση, δεν θα πάρει ώρα να διαμορφωθεί το πολυμερές. | All right, once the mapping's done, it shouldn't take long to shape the polymer. |