Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διακριβώνω (verify) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διακριβώνω
διακριβώνεις
διακριβώνει
διακριβώνουμε
διακριβώνετε
διακριβώνουνε
Future tense
θα διακριβώσω
θα διακριβώσεις
θα διακριβώσει
θα διακριβώσουμε
θα διακριβώσετε
θα διακριβώσουνε
Aorist past tense
διακρίβωσα
διακρίβωσες
διακρίβωσε
διακριβώσαμε
διακριβώσατε
διακρίβωσαν
Past cont. tense
διακρίβωνα
διακρίβωνες
διακρίβωνε
διακριβώναμε
διακριβώνατε
διακρίβωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διακρίβωνε
διακριβώνετε
Perfective imperative mood
διακρίβωσε
διακριβώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

εξακριβώνω
ascertain

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'verify':

None found.