Ενώ αυτοί μάθαιναν το: "Αχ, κουνελάκι", εγώ έμαθα πώς να αφυδατώνω. Και μετά να ξεαφυδατώνω. | While they were learning the Itsy Bitsy Spider I learned how to dehydrate animate objects and rehydrate them at will. |
- Ναι, αφυδατώνει άσχημα. | Yes, it dehydrates one terribly. |
Σε αφυδατώνει περισσότερο. | It dehydrates you even more. |
Το χαπάκι σε αφυδατώνει για τα καλά. | Giggle dehydrates the hell out of you. |
Τώρα τελευταία προσπαθώ να τους κόψω, γιατί ο καφές με αφυδατώνει οπότε... αα! | Lately I've been trying to cut back 'cause coffee actually dehydrates me so... oh. |
Πιστεύετε ότι κάποιος αφυδάτωσε τον ελέφαντα; | You think someone dehydrated the elephant? |
Πώς έγινε; Όποιος αφυδάτωσε αυτούς τους πειρατές δεν μπόρεσε να προβλέψει την ενυδάτωση τους με βαρύ ύδωρ που χρησιμοποιούμε γιά να φορτίσουμε την ατομική γεννήτρια! | Whoever dehydrated those pirates couldn't have foreseen their rehydration with the heavy water we use to recharge the atomic pile! |
Το διαιθυλένιο σας αφυδάτωσε. | The di-ethene has left you dehydrated. |
Το ορκίζομαι, την αφυδάτωσε τη γαλοπούλα στις Ευχαριστίες. | I swear to you she dehydrated this turkey from Thanksgiving. |