Το πεπρωμένο μου είναι να αποτυγχάνω. | My destiny is to fail. |
Και δεν μου αρέσει να αποτυγχάνω. | And I don't like to fail. |
Δεν μου αρέσει να αποτυγχάνω. | I don't like to fail. |
Δεν έχω συνηθίσει να αποτυγχάνω. | I'm not used to failing. |
Απλώς δε μου αρέσει να αποτυγχάνω. | I just don't like to fail at things. |
Λοιπόν, δεν αποτυγχάνεις στο να χαλάσεις τη στιγμή, έτσι; | Well, you don't fail to spoil a moment, do you? |
Απλά... αποτυγχάνεις μόνο αν διστάζεις. | It's just... You only fail if you hesitate. |
Λεξ, δεν πρέπει να το παίρνεις προσωπικά ή ν' αποτυγχάνεις στο σχολείο επειδή είσαι αναστατωμένη για μένα και την Πέιτζ. | Lux, you can't make this personal or fail at school Just because you're upset about me and Paige. |
Ποτέ δεν αποτυγχάνεις. | You never fail. |
Δεν είναι κακό να αποτυγχάνεις. | There's no problem with failure. |
Και κάθε ακίνητο που αποτυγχάνουμε να πάρουμε δυνητικά κοστίζει σ' αυτή την επιχείρηση δεκάδες εκατομμύρια σε μελλοντικά κέρδη, ναι; | And each property we fail to acquire potentially costs this operation tens of millions - in future earnings, yes? |
Πρέπει να πιστεύουμε ο ένας στον άλλον όταν αποτυγχάνουμε. | We have to believe in each other when we fail. |
Αν αποτύχεις, αποτυγχάνουμε όλοι. | If you fail, we all fail. |
Εν τέλει, όλοι μας αποτυγχάνουμε. | Ultimately, all of us fail. |
Η ανθρωπότητα έχει προοδεύσει... αλλά όλο και περισσότερο αποτυγχάνουμε ως είδος. | Humanity has come so far, but more and more it seems like we're failing as a species. |
Ποιος δε θέλει να βλέπει πού και πού τους φίλους του να αποτυγχάνουν; | I promise you. Although who doesn't like to see their friends fail now and then? |
Επειδή όπως και οι δυο ξέρουμε, πολλές απόπειρες αυτοκτονίας αποτυγχάνουν... επειδή τα θύματα μετανιώνουν για την πράξη την στιγμή που την διαπράττουν. | 'Cause we both know, most suicide attempts fail because the victims regret the act the moment they commit to it. |
Αυτοί που αποτυγχάνουν, ξέρετε τι απογίνονται; | The ones who fail - you know what happens to them? |
Το οποίο, φυσικά, ποτέ δεν είσαι ικανός να κάνεις, και γι'αυτό όλοι αποτυγχάνουν με το που φτάνουν στο κέντρο της ζώνης. | Which, of course, you are never able, which is why everybody fails once you get there in the centre of the zone. |
Και καθώς οι οργανώσεις κάνουν τα πάντα για να δείξουν στο κοινό ότι η κλιματική αλλαγή είναι προκαλούμενη από τον άνθρωπο και κάνοντας αυτό αποτυγχάνουν εντελώς να δουν τι είναι μπροστά τους: | And organisations do everything to show the public that climate change is human-caused and completely fail to see what's in front of them: |
Ή θα αποτύχω, θα σκοτωθώ. | Or I will fail and be killed. |
Και θα αποτύχεις, 'Αλαν. | "And you will fail, Alan. |
Δεν ξέρω τι προσπαθείς να πετύχεις, αλλά να είσαι σίγουρη ότι θα αποτύχεις. | I can't fathom this new strategy, but I can assure you it will fail. |
Δεν έχεις αφοσιωθεί σ' αυτή την αποστολή και γι' αυτό θα αποτύχεις. | You're not fully committed to this task, and because of that, you will fail. |
'Οπως όλοι, έτσι κι εσύ θα αποτύχεις. | Others have had similar notions and have failed just as surely as you will fail. |
Αν τον αφήσουμε να ξεφύγει ο σιδηρόδρομος θα αποτύχει | If we let him go the rail road will fail |
Πρέπει να σας πω, ότι πιστεύω ότι η επίθεση θα αποτύχει. | I must tell you now, I believe this attack will fail. |
Η επιχείρηση θα αποτύχει όσα κορμιά κι αν στείλεις. | The invasion will fail. No matter how many bodies you throw at it. |
"Ξαφνικός Θάνατος". Μεγάλη χρονιά αποφοίτησης: Ποιος θα επιτύχει και ποιος θα αποτύχει; | "Sudden Death" big stakes senior year who will succeed and who will fail? |
Τότε η αποστολή θα αποτύχει. Και οι πάντες σε αυτόν τον πλανήτη θα πεθάνουν. | Then the mission will fail... and every man, woman and child on this planet will die. |
Αν δεν το κάνετε η βόμβα θα εκτραπεί όπως πάντα και θα αποτύχουμε. | The Kaiju's genetic code and let you pass. If you don't do it, the bomb will deflect off the breach Like it always has and the mission will fail. |
Αν είμαστε τυχεροί, οι Ούνοι θα αποτύχουν σ'αυτή τη δοκιμασία. | If we're lucky, the juns will fail this test. |
Τα υδραγωγεία της Ρώμης θα αποτύχουν. | The aqueducts of romewill fail. |
Αν δεν το εξαλείψουμε, τα σχέδιά μας θα αποτύχουν. | If we don't eliminate it, our plans will fail. |
- Αλλά αποδέχτηκε τις βασικές αρχές της συνάρτησης Callan-Symanzik, που διατυπώνει ότι οι προσδοκίες θα αποτύχουν σ' έναν κβαντικό κόσμο. | But he accepted the basic principles of the Callan-Symanzik equation, which states that expectations will fail in a quantum world. |
Ανησυχώ ότι οι προσπάθειες εκπαίδευσης θα αποτύχουν. | I am concerned that my training efforts will fail. |
Τι και αν απότυχα; | What if I fail? |
Μπορεί να απότυχα να σε σκοτώσω, Conde αλλά η αδελφή μου δεν θα αποτύχει. | I may have failed to kill you, Count, but my sister will not. |
William, απότυχα. | William, I failed. |
Καί απότυχα. | And I failed. |
Αν κάποιος εδώ απότυχε, Ποιός μπορεί να είναι? | If anyone here failed, who would it have been? |
Λυπάμαι που απότυχε αυτό. | Sorry that it failed. |
Επειδή η συμμαχία απότυχε δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να πασχίσουμε να γίνουμε οι καλύτεροι στα πυρηνικά όπλα. | [speaking Russian] [translator]and because the summit has failed, we have no choice but to strive to be second to none In the nuclear arms race. |
Ο παλιός καθηγητής... έχει έναν νέο μαθητή να αποτύχει... όπως απότυχε και εκείνος. | The old professor... has a new pupil... to fail... as he failed. |
Τότε, αποτύχαμε και οι δυο. | Then I guess we both failed. |
Ο Δρ Τσίλτον ήταν ο σύμβουλός μας, τότε που αποτύχαμε να τον πιάσουμε μετά από τα τελευταία του εγκλήματα. | Dr Chilton consulted on the case when we failed to catch the Ripper after his last series of murders. |
Συνταγματάρχη Ντέιρην, μπορεί να αποτύχαμε να εξουδετερώσουμε το κοντρόλ, αλλά οι αισθητήρες μου δείχνουν μια χρήσιμη λύση για αργότερα | [Theo] Colonel Deering, we may have failed to neutralize the detonator, but my sensors indicate a useful solution for later on: |
Να μην αναγκαστώ να τους πω ότι αποτύχαμε εξαιτίας σου. | I don't want to be telling people it all failed because of Tommy Twostroke. |
Οπότε αποτύχαμε κι οι δυο. | So we both failed. |
Θα έλεγα χάσιμο χρόνου, άλλα αποτύχατε όλοι τόσο γρήγορα που δεν μπορώ να το πω. | - Well... I would say it was a waste of time, but you all failed so quickly, it really wasn't. |
Με την ευκαιρία, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αποτύχατε όλοι. | By the way, I'm pretty sure you all failed. [laughs mockingly] |
Τώρα, όλοι αποτύχατε στην μάχη... και συνεπώς, επισήμως είστε νεκροί. | Now, you have all failed combat... and are therefore officially dead. |