Μην υποτιμάς την ικανό- τητα μου να αποξενώνω. | Don't underestimate my ability to alienate. |
-Γιατί μ' αποξενώνεις απ' τη ζωή σου; | -Why do you alienate me? -I don't, I don't know! |
Αλήθεια δεν χρειάζεται να αποξενώνεις τον βασικό σου μάρτυρα. | You really can't afford to alienate your chief character witness. |
Ξέρεις, αν μιλάς σε κάποιον σαν να είναι νεοδίδακτος στο τέλος τον αποξενώνεις. | You know, you keep talking to someone like a neophyte, You're liable to alienate them. |
Το να αποξενώνεις έναν συνεταίρο, μαζεύει δυσαρέσκεια. | To alienate a partner... builds up resentment. |
Πρέπει λοιπόν να αποξενώνουμε τους γκέι; | So then it's cool to alienate gays? |
Που με αποξενώνετε έτσι. | It seems a bit stupid to me, if I may be so blunt, to alienate me like this. |
Μόλις σε αποξένωσα από μια γειτόνισσά σου, επειδή κάπνιζα στο ασανσέρ. | I think I just alienated one of your neighbors by smoking in the elevator. |
Πως σε αποξένωσα; | How have I alienated you? |
Συνειδητοποίησα ότι αφού σε αποξένωσα από την αδερφή σου και κλόνισα την οικονομική άνθιση της οικογενειακής σας επιχείρησης η δουλειά μου εδώ τελείωσε. | l figure since l've alienated you from your sister and undermined the financial viability of your family business my work here is done. |
Αν όντως κάτι ήταν σπαστικό, όπως λες... ίσως ήταν το ότι σκοτώνοντας τον πατέρα... αποξένωσες το μόνο άτομο που ξέρει πώς να νικήσει την Ντάλια | Well, Niklaus if indeed anything has killed the buzz, as you say, perhaps it was because murdering father alienated the one person who truly knows how to defeat Dahlia. |
Και προφανώς αποξένωσες την αγαπημένη μου κόρη, Γκαμόρα. | And, apparently, you alienated my favorite daughter, Gamora. |
Με αποξένωσες από τα παιδιά μου. | You alienated me from my children. |
Έκανε εξαιρετική δουλειά, αλλά αποξένωσε τους συνεργάτες του. | Carl Decker did brilliant work for us, but he alienated everyone he worked with. |
Έτσι το αποτέλεσμα είναι ότι οδήγησε αυτή... την κρύα εγκεφαλική ζωή, και... και αποξένωσε οποιονδήποτε γύρω της. | So the result is she's led this... cold cerebral life, and... and has alienated everyone around her. |
Με αποξένωσε απ'όλους τους συγγενείς μου. | He has alienated me from my entire family. |
Σήμερα η αδερφή μου αποξένωσε όλους από την ζωή της. | Tonight my sister alienated everyone in her life. |
Ως κάποιος που αποξένωσε υποστηρικτές διαλέγοντας αντιλαϊκή πορεία, σας προτείνω να προσέχετε τους γύρω σας. | As someone who has alienated followers by choosing the unpopular course, I suggest you tread carefully among your people. |
Με αυτή την αλλαγή, ήρθε και η διάβρωση των δικαιωμάτων μας. Η δημοκρατία μας γίνεται συχνά δικτατορία. Και αποξενώσαμε συστηματικά τον υπόλοιπο κόσμο. | And within that shift there's been an erosion of our civil rights... our democracy has often given way to autocracy... and we've systematically alienated much of the rest of the world. |
Κοίτα, πρέπει να... Πρέπει να σχεδιάσεις ένα πέρασμα βασισμένος στην ψυχικής οδύνη αποξενώνοντας τον στόχο από τους πολύ οικείους του. | No, look, you've got to engineer a passive campaign of mental anguish, basically alienating the target from those closest to him. |
Και αφού τώρα έχω αποξενώσει οποιονδήποτε άλλον, ποιος θα είναι ο μέντορα σας; | And since I have now alienated everyone else, who would be your mentor? |
Και μόλις αποξενώσει τον εαυτό της από κάθε καλό... Ευπρεπή... Θα μ' ακολουθήσει. | And once she's alienated herself from everything good, decent, she'll follow me. |
Πρώτη μέρα, κι έχει διώξει τους μισούς απ' τα γραφεία τους κι έχει αποξενώσει τους άλλους μισούς. | Her first day, and Julie has displaced half the staff from their offices and personally alienated the other half. She's driving everyone crazy. |