Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αποικίζω (colonize) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αποικίζω
αποικίζεις
αποικίζει
αποικίζουμε
αποικίζετε
αποικίζουν
Future tense
θα αποικίσω
θα αποικίσεις
θα αποικίσει
θα αποικίσουμε
θα αποικίσετε
θα αποικίσουν
Aorist past tense
αποίκισα
αποίκισες
αποίκισε
αποικίσαμε
αποικίσατε
αποίκισαν
Past cont. tense
αποίκιζα
αποίκιζες
αποίκιζε
αποικίζαμε
αποικίζατε
αποίκιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αποίκιζε
αποικίζετε
Perfective imperative mood
αποίκισε
αποικίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

εποικίζω
attempt
προικίζω
endow

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'colonize':

None found.