Η καρδιά σου κάνει Τα χέρια μου ν'αναπηδούν. | To rebound my hands |
...αναγνώρισε το αναφερόμενο φορτηγό ως αυτό από το οποίο αναπήδησε το κρανίο πριν το αναφερόμενο κρανίο ενσφηνώθηκε στον ανεμοθώρακά του. (=παρμπρίζ) | ...identified said truck as the one from which the skull rebounded before said skull lodged in his windshield. |
Βλέπετε πως αναπήδησε η σφαίρα; | You can see where the bullet rebounded. |
Με τον Τράσκ στην άκρη, η εταιρεία αναπήδησε τελικά. | with trask out of the way, the company has finally rebounded. |