Αρνήθηκα να το ποτίζω, το έκρυψα απ' το φως, και ακόμα, μέρα με τη μέρα, μεγάλωνε. | So I refused to water it, denied it light, and yet, day after day, it thrived. |
Θα ήθελα να την ποτίζω, να την κλαδεύω και να την καλλιεργώ για να παραμείνει έτσι. | l would like to water, prune her and cultivate her so she maintains her best. |
Μου ζήτησαν να τους ποτίζω τα φυτά, όσο λείπουν σε διακοπές. | They asked me to water their plants while they're on vacation. |
Ναι, με μάθαινε πως να ποτίζω τα λουλούδια και εγώ το παράκανα και βρεχόμουν. | Yeah. He was teaching me How to water the plants, and I thought |
"Μην ξεχνάς να ποτίζεις το γρασίδι μου" | "Don't forget to water the lawn"" |
- Γιατί ποτίζεις? | - Why are you watering? |
- Θα μπορείς να ποτίζεις τα φυτά μου τότε; | -Could you water my plants? |
- Πρέπει να ποτίζεις την αγάπη για να μην μαραθεί. | -You have to water love or it wilts. |
You'll water me and care for me Θα με ποτίζεις και θα με φροντίζεις | You'll water me and care for me |
- Για να ποτίζει τα φυτά μου. | - She waters the plants. |
Ακούω ότι όσο και να το ποτίζει, το δέντρο δεν θα ανακάμψει. | I hear that no matter how much she waters it, the tree will not recover. |
Αυτός ποτίζει τα φυτά. | He waters the plants. |
Δεν θα το ήθελα, με κάνει να ξαπλώνω σε πράσινα βοσκοτόπια, με οδηγεί, εκτός από το ότι ακόμα ποτίζει, ξαναφτιάχνει την ψυχή μου, | I shall not want, He makes me to lie down in green pastures, he leads me besides still waters, he restores my soul, my soul! |
Και αυτόν που ποτίζει τα λουλού- δια μου και φροντίζει τα φυτά μου. | And the guy who waters my flowers and freshens up my plants. |
- Το ξέρω γιατί το νερό το... το ποτίζουμε και μετά κάνουμε την κιμωλία. | - We water it, and then we do the chalk. |
...και τις ποτίζουμε με αγάπη. | 'And we have love to water them. |
Έτσι δε θα χρειάζεται να τα ποτίζουμε. | Good idea. - Then we don't have to water them. - Exactly. |
Όλοι τσεκάρουμε την αλληλογραφία, ποτίζουμε τα λουλούδια των άλλων. | We all check on each other's mail, water each other's plants. |
Όταν θα πιάσει ξηρασία, να θυμηθούμε να τα ποτίζουμε καθημερινά. | When it gets dry we're gonna have to remember to water those every day. |
Δεν ποτίζετε καθόλου τα φυτά σας, έτσι δεν είναι; | You don't water your plants, do you? |
Θα το ποτίζετε κάθε μέρα. | You're going to water it every day. |
Θυμόσασταν να ποτίζετε τα ποτά; | Did you remember to water the plants? |
Να ποτίζετε το δέντρο. | Keep watering that tree. |
Την νύχτα μπορείτε να ποτίζετε τα λουλούδια για εμένα? Λυπάμαι. | In the night, can you water the flowers for me? WHISTLE SOUNDS Sorry. |
Έτσι μπορούν να ποτίζουν τα χωράφια εκεί κάτω. | So they can water them fields down there. |
Δεν ποτίζουν το γκαζόν | They ain't watering the grass. |
Είδες τον Ντούγκαλ και τους άλλους να ποτίζουν τα άλογα; | Aye, saw Dougal and the others watering the horses? |
Κανείς δεν βλέπει τα ψεκαστήρια να ποτίζουν... γιατί είναι με χρονοδιακόπτη και όλοι είναι νεκροί. | Nobody sees the sprinklers watering... because they're on timers and everyone's dead. |
Κοιτάξτε, έχουν βάλει και σωληνάκια για να τα ποτίζουν. | Look, they got tubes to water 'em or something. |
Κε Τζέικομπς, θα χαρείτε να μάθετε ότι πότισα τα φυτά και έφερα τα κουστούμια. | Mr. Jacobs, you'll be happy to know that I have watered your plants and picked up your suits. |
Μπορεί εσύ να έβαλες το σπόρο αλλά εγώ τον πότισα | You might have come up with the seed, but I watered it. |
Την έντυσα, την τάισα, την πότισα... | I've dressed her, I've fed her, I've watered her, I... |
Το πότισα με τα ούρα μου. | I watered it with my urine. |
Τον πότισα. Στο καλό. | I watered the bush. |
Δε πότισες το άλογό σου, έτσι; | You haven't watered your own horse, have you? |
Μήπως το πότισες πολύ; | Maybe you watered it too much? |
- τάισε και πότισε το άλογό μου. | - Please see that my horse is watered and fed. - Oh! Lt's a horse, is it? |
-Στείλε τα παιδιά για ύπνο... τάισε το σκύλο, πότισε, κλείδωσε... κι άσε σημείωμα στο γαλατά ότι δε θέλουμε τυρί. | - I want the kids in bed by nine, the dog fed, the yard watered, the gate locked. Get a note to the milkman - "No more cheese." |
Ήταν χτυπημένος, και πήγε και κύλησε την πέτρα από το πηγάδι, και πότισε το κοπάδι της για κείνη. | He was smitten, and went and rolled the stone from the well, and watered her flock for her. |
Εγώ τον ανάστησα, και υποθήκευσα την τιμή μου για την αλήθεια του. Αυτός όμως αναδείχθηκε πολύ, και πότισε τα νέα του φυτά με στάλες κολακείας, πλανεύοντας τους φίλους μου. | I raised him, and I pawned mine honor for his truth, who, being so heightened, he watered his new plants with dews of flattery, seducing so my friends. |
Ναι, ήμουν ένα μικρό φυτό το οποίο πότισε και βοτάνισε και με φρόντιζε έως ότου έχασε το ενδιαφέρον του για μένα επειδή βγήκα από τη σκιά του. | Yes, I was a little plant that he watered and weeded and dug around until he lost interest in me because I grew out of his shadow. |
Οι βροχές που πότισαν τις πράσινες πεδιάδες έχουν κινηθεί βόρεια και τα ατέλειωτα κοπάδια ακολουθούν ψάχνοντας φρέσκα βοσκοτόπια. | The rains that watered the short-grass plains have moved north and the vast herds follow, seeking out fresh green pastures. |
- Λοιπόν πότιζες το γρασίδι; | - Pop. You said you were watering the lawn. |
Αφού διαλυθείτε, αφήστε τα άλογα να βηματίσουν. Επειτα ποτίστε τα και δέστε τα. | When you're dismissed, walk your horses for half an hour, then water and picket them. |
Εσείς αγόρια, πηγαίνετε καλλίτερα τις άμαξές σας κάτω στα παχνιά... και ποτίστε τα άλογά σας. | You boys, better drive your wagons down to the trough and give your horses some water. |
Θλιβερός, πηγαίνω ακριβώς για να αρπάξετε, uh, ποτίστε. | Sorry, I'm just going to grab, uh, water. |
Και ποτίστε τα γεράνια ! | And water the geranium. |
Ξεκουραστείτε και ποτίστε τα άλογα. | Cool off and water your horses. |
- Αυτή τη δουλειά κάνεις; Περνάς την ώρα σου σε άδεια γραφεία ποτίζοντας φυτά; | You spend your time alone in empty offices watering plants? |
Αντί να ανεβαίνω σε ένα άλογο και να βγαίνω και να καθαρίζω λίγα τέρατα ή δράκους θα τριγύριζα στο σπίτι, ποτίζοντας το γκαζόν ή επισκευάζοντας την περίφραξη ή κάτι τέτοιο. | Instead of gettin' on a horse... and goin' out and polishing off a few ogres or dragons, I'd be hanging around the house, watering the lawn or fixing the fence or something. |
Πέρασα τις μέρες μου ποτίζοντας φυτά. | Day by day, watering the flowers, wasting life away. |
Ή αρκετό για να ποτίσει όλα τα βοοειδή της κοιλάδας για τέσσερις ημέρες. | Or enough to keep every head of cattle in this valley watered for four days. |
Εννοώ ότι δεν έχεις ποτίσει ένα φυτό στη ζωή σου. | I mean, you haven't watered a plant in your life. |