" Παριστάνω ότι ψιθυρίζω για να νομίσει ο Τζέικ ότι σου λέω μυστικό και να ομολογήσει και να επιβεβαιώσει αυτό που που σου ψιθύρισα στο αυτί." | "I'm pretending to whisper so Jake thinks I'm telling you a secret and will confess revealing a secret and confirming everything I whispered in your ear." |
#Μου αρέσει να ψιθυρίζω χαζά πραγματάκια | "I'd like to whisper sweet nothings |
Αλλά προτιμώ να ψιθυρίζω. | But I'm the kind of artist who prefers to whisper. |
Από δω και πέρα, μάλιστα, θα ψιθυρίζω. | ln fact, l'm going to whisper. |
Γιατί σε νοιάζει επειδή δεν ξέρω να ψιθυρίζω; | Why do you care if I don't know how to whisper? |
"αντί να τα παίρνεις και να ψιθυρίζεις δείχνοντας με" | "lnstead of twittering and whispering and pointing Judas fingers" |
'λαν, μην ψιθυρίζεις. | Alan, no whispering. |
'ρχισες και να ψιθυρίζεις τώρα! Όχι, φίλε μου. | Now you want to whisper? |
'σε με να σ' ακούσω να ψιθυρίζεις ότι μ' αγαπάς κι εσύ. | ♪ Let me hear you whisper That you love me too... |
- Όντως ψιθυρίζεις λίγο δυνατά. | - Yeah,you know,you do whisper a little loud. |
"..και η νύχτα ψιθυρίζει απαλά στ'αυτιά σου..." | "And the night softly whispers in your ears."! |
"Xόρεψε", σου ψιθυρίζει. | "Dance" the demon whispers. |
"Η τίγρης εντός μου, ψιθυρίζει:" | "My inner tigress whispers, |
( Λαχανιάζει και ψιθυρίζει ) Ω , Θεέ μου . | (Gasps and whispers) Oh, my God. |
( ψιθυρίζει ) : | (whispers): |
- Όχι, δεν ψιθυρίζουμε. | No, we're not whispering. |
- Απλώς ψιθυρίζουμε εδώ. | We're just whispering here. |
- Γιατί ψιθυρίζουμε; | (Whispers) Why are we whispering? Whispering? |
- Για ποιο θέμα ψιθυρίζετε εσείς; | - What are you all whispering about? |
- Γιατί ψιθυρίζετε; | What are you whispering about? |
- Δε χρειάζεται να ψιθυρίζετε. | You don't have to whisper. |
"Και θα λένε αλήθειες και θα ψιθυρίζουν μυστικά. | And they shall speak truths and whisper secrets. |
#Εδώ που τα νερά μας ψιθυρίζουν | Here where the whispering waters play |
#Εδώ που τα νερά ψιθυρίζουν | Here where the whispering waters play |
'Ενα όνομα ψιθυρίζουν με ελπίδα. | One name, whispered in hope. |
'κουγα τους άντρες σου να ψιθυρίζουν τα σχέδια τους διαρκώς. | Yeah, I could hear your men whispering their plans back and forth. |
" Παριστάνω ότι ψιθυρίζω για να νομίσει ο Τζέικ ότι σου λέω μυστικό και να ομολογήσει και να επιβεβαιώσει αυτό που που σου ψιθύρισα στο αυτί." | "I'm pretending to whisper so Jake thinks I'm telling you a secret and will confess revealing a secret and confirming everything I whispered in your ear." |
#Κάθισα στην αγκαλιά του μπαμπά μου και του ψιθύρισα# | # I sat in my daddy's lap and whispered # |
- Της το ψιθύρισα εγώ. | Oh, I-I whispered to her. |
-Και σου ψιθύρισα κι εγώ... | -And I whispered back to you. I said that I-- |
Γονάτισα πλάι του, κράτησα το κεφάλι του και ψιθύρισα "Συγγνώμη". | I knelt beside it and I held its head and I whispered, "I'm sorry." |
# Στο μπλέ δωμάτιο ψιθύρισες στη μουσική | # In the blue room you whispered into the music |
- Είπες το ίδιο, αλλά το ψιθύρισες. | - You just said the same thing... But you whispered it. |
Ήθελα να... ξέρεις... αυτό που μου ψιθύρισες. | I wanted to, you know, the... whispered thing? |
Αλλά όταν ψιθύρισες ότι ήμουν η μόνη για σένα. | But when you whispered That I was your one and only |
Αλλά όταν ψιθύρισες ότι ήμουν ο μόνος για σένα. | But when you whispered That I was your one and only |
" Έχει sIowIy ψιθύρισε στ 'αυτιά μου". | "She sIowIy whispered in my ears." |
" Το να πετάς είναι σαν το κολύμπι " ψιθύρισε. | "'Flying's just like swimming,' he whispered. |
"'Κάποτε θα φτάναμε ως εδώ,' ψιθύρισε με πεθαμένη φωνή. " Στα αλήθεια το είπε αυτό; | "'It had to come to this,' she whispered in a dying voice." Did she really say that? |
"Βάμανος, αμίγκος", ψιθύρισε και πέταξε το πέτσινο ριχτάρι πάνω στο σελοκρέμαστρο." | "among the nettles of the sage thicket. "'Vamanos, amigos, ' he whispered "and threw the busted-leather flint craw |
"Η Άναμπελ ψιθύρισε, 'Θα έρθω μαζί σου' | "Annabelle whispered, 'I'm coming with you.' |
"Όλοι οι άνθρωποι ψιθύρισαν μεταξύ τους. | All the people whispered among each other. 'He's naked! |
Και τον φώναξαν... και του ψιθύρισαν κάτι στο αυτί. | They called him over... and they whispered something in his ear. |
Το μόνο που ψάχνω είναι ένα μυστικό που το ψιθύρισαν σε ένα μικρό κορίτσι! | All I'm looking for is a secret whispered to a little girl! |
Απλά πες του ότι σου ψιθύριζα γλυκά στο αυτί | Just tell him I was whispering sweet nothings in your ear. |
Κάποιος άκουγε, κάποιος ήταν εκεί ενώ εσύ ψιθύριζες τα όνειρά σου στον αέρα. | ♪ Someone was listening ♪ Someone was there ♪ While you were whispering |
"Στον ώμο της καθόταν ένα μαγικό πουλί... και το μαγικό πουλί της ψιθύριζε στο αυτί της..." | "On her shoulder was a dodo bird... and the dodo bird was whispering in her ear..." |
Ήταν ένας άντρας, μπήκε μέσα και ψιθύριζε. | There was a man, came in, he was whispering. |
Ήταν σαν να μου ψιθύριζε στο αυτί ο καλός μου άγγελος. | It was as if... my mary beth was whispering in my ear. |
Ήταν σαν να σου ψιθύριζε κάποιος; | Was it like someone was whispering to you? |
Όταν άφησε εκείνο το μήνυμα στον Κόρι, ψιθύριζε, ακουγόταν σαν να φοβόταν ότι κάποιος θα την ακούσει, μπορεί να ήταν ο δολοφόνος. | When she left that voice mail for Cory, she was whispering; she sounded like she was afraid somebody would hear her. That could've been Waring's killer. |
Τέλος πάντων, ο Έρικ και εγώ καθόμασταν μαζί, ψιθυρίζαμε και κανονίζαμε να παντρευτούμε την 'νοιξη. | Anyway, eric and I, we were-- we were sitting together And we were whispering back and forth About a spring wedding. |
Όταν εσύ και η Δρ. Κέιτ ψιθυρίζατε στη μαμά μου νωρίτερα, της λέγατε πως θα πεθάνω; | When you and Dr. Kate were whispering to my mom earlier, were you telling her I was gonna die? |
- Δεν άκουγα, ψιθύριζαν. | - They were whispering. |
Όταν θρόιζαν τα φύλλα ήταν σαν να ψιθύριζαν τα πνεύματα Γι αυτά που τα ενοχλούσαν. | When the leaves rustled overhead it was like the spirits were whispering about all the little things that bothered them. |
Δεν μπόρεσε όμως να τους ακούσει, επειδή ψιθύριζαν. | But hostess couldn't hear them, 'cause they were whispering. |
Αν θέλετε, γείρετε προς το μέρος μου και ψιθυρίστε... | If you'll both lean in and whisper. |
Και ψιθυρίστε της κάτι ξεχωριστό. | Stroke it out. Now why don't you whisper something special to her, okay? |
Σώμα χωρίς ζωή, μάτια χωρίς όραση ψιθυρίστε στη φλόγα, τη θέση σας αυτή τη νύχτα. | Body without life, eyes without sight, whisper to this flame, your place this night. |
Φύλλα και κλαδιά, ψιθυρίστε το τραγούδι της αγάπης μας | Leaves and branches whisper our love song |
(ψιθυρίζοντας): | (whispering): |
- (ψιθυρίζοντας) Θα φάμε την καραμέλα αργότερα, | - (whispering) We'll eat the candy later, |
- Όχι, όχι, γιατί... αν έβρισκα τον έρωτα της ζωής μου, δεν θα στεκόμουν εκεί σαν ηλίθιος ψιθυρίζοντας σε έναν κήπο. | - No, no, no, because you see, if I found the love of my life, I wouldn't stand there like an idiot whispering in a garden. |
- Γιατί ψιθυρίζοντας; | Why are you whispering? |
- Δηλαδή πώς; - Ψιθυρίζοντας αλλά ψιθυρίζοντας δυνατά, για δραματικότητα. | Whispering, but whispering really loudly for dramatic effect. |
Όταν βγάλαμε αυτή τη φωτογραφία, μου είχες ψιθυρίσει κάτι. | When we took this picture, you whispered something to me. |
Όταν η Λίνα ψιθυρίσει στο αυτί σου, ξέρεις τι γίνετε;! Μόλις ψιθύρισε ... στα αυτί μου ... | When Lina would whisper in your ear, what she has just whispered ... in my ears ... |
Θα μπορούσε απλά να τον πλησιάσει και να τού το ψιθυρίσει στο αυτί. | He could have just gone over to him and whispered it in his ear. |
Οι άνεμοι του μουσώνα είχαν ψιθυρίσει τον ερχομό της όπως της καταιγίδας. | But it was a world Siam was afraid would consume them. The monsoon winds had whispered her arrival like a coming storm. |
Σκέφτηκα,ίσως,να σου είχε ψιθυρίσει στο αυτί τους λόγους μαζί με όλα αυτά τα γλυκόλογα. | I thought, perhaps, he may have whispered reasons into your ear along with all of those sweet nothings. |