Δε θέλω να ψεύδομαι πια. | I don't want to lie anymore. |
Και πρακτικά όλοι με θέλουν να ψεύδομαι λέγοντας ότι είναι. | Perhaps with everyone seems to me to lie then say what it is. |
Όλοι μου τη ζωή προσπάθησα να μην ψεύδομαι να έχω μια ανοιχτή αντιμετώπιση. | All my life l've tried not to lie to have an open face |
# Συνήθιζα να ψεύδομαι | ♪ I used to lie and cheat |
'ρα, αρχίζεις να ψεύδεσαι από την πρώτη στιγμή. | Thus you begin to lie from the very beginning. |
Όταν ψεύδεσαι, αυτό σε κάνει να νοιώθεις σπουδαίος; | When you lie, does that make you feel important? |
-Εσύ ψεύδεσαι εξαίσια. | - You lie beautifully. |
Δεν χρειάζεται να ψεύδεσαι σε μένα. | There's no need to lie to me. |
Πώς γίνεται να ψεύδεσαι όταν είσαι μόνος σου; | How's it even possible to lie when you're alone? |
Σε αυτή την περίπτωση, ψευδόμαστε μέχρι αηδίας. | ln that case, we lie our asses off. |
Όλοι μας ψευδόμαστε. | All we lie. |
Έτσι, ο μόνος τρόπος να ανακαλύψουμε αυτό που μπορούμε να γίνουμε είναι να ψευδόμαστε απροκάλυπτα και να επιδιώκουμε το ψυχολογικό κενό. | So, the only way to figure out what we can be... ... isto lieopenly and pursue emptiness. |
Και δεν ψεύδονται, ή εγώ θα πω Jennifer Connelly ότι είστε ο ένας που έχουν αλληλογραφίας της αυτές σκυλί κεφάλια. | And don't lie, or I'll tell Jennifer Connelly that you're the one who's been mailing her those dog heads. |
Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσεις είναι ότι όλοι ψεύδονται. | The thing you have to realize is... everybody lies. |
Όχι. Απλά λέω ότι όλοι απατάνε και όλοι ψεύδονται. Το να το κάνουν όμως πρακτικά, είναι δευτερεύον. | lama just saying everybody cheats and everybody lies, and whether they act upon it or not is a secondary conversation. |
Πως την έχεις δει, όλοι ψεύδονται εκτός από τους σχιζοφρενείς και τα παιδιά τους; | What is it, everybody lies, except for schizophrenics and their children? |
Εγώ δεν ψεύδονται. | I don't lie. |