Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ψειρίζω (scissor) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ψειρίζω
ψειρίζεις
ψειρίζει
ψειρίζουμε
ψειρίζετε
ψειρίζουν
Future tense
θα ψειρίσω
θα ψειρίσεις
θα ψειρίσει
θα ψειρίσουμε
θα ψειρίσετε
θα ψειρίσουν
Aorist past tense
ψείρισα
ψείρισες
ψείρισε
ψειρίσαμε
ψειρίσατε
ψείρισαν
Past cont. tense
ψείριζα
ψείριζες
ψείριζε
ψειρίζαμε
ψειρίζατε
ψείριζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ψείριζε
ψειρίζετε
Perfective imperative mood
ψείρισε
ψειρίστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'scissor':

None found.