'Aρχισα να ψάχνω για μια διαφυγή. | I've begun to look for an escape. |
- Γιατί θα πρέπει να σε ψάχνω; | Why do I have to look for you? |
- Τότε πρέπει να ξέρω τι ψάχνω. | I need to know what to look for. |
Άρχισα να ψάχνω τρόπους να προχωρήσω και όχι να είμαστε κάτι σαν τα λευκά παιδιά που παίζουν blues. | I started to look for ways to get away with it and not be some sort of white-boy blues band. |
"Πάντα να ψάχνεις για το ψηλότερο σημείο". | "Always look for the highest perch." |
'Οσο περισσότερο την ψάχνεις, τόσο θα βλέπεις τα καψίματα. | When you look for this film, the more you will see those burns. |
'Οταν ψάχνεις κάποιον εδώ, δεν τον βρίσκεις. | Once you look for someone, you never find him. |
'Οχι, μην ψάχνεις για ανάκλιντρο, για να ελευθερώσεις τους δούλους. | You needn't look for litter bearers to emancipate. |
'κουσε, όταν ο Γουόλτερ ψάχνει για κάτι, βρίσκει την αλήθεια και όλα γύρω από αυτήν. | Listen, when Walter looks for something, he finds the truth in everything around it. |
- Είναι ό,τι ψάχνει μια κοπέλα σ' έναν άντρα. | - He is everything a girl looks for in a guy. - He sounds perfect. |
- Επειδή κανείς δεν ψάχνει τον νεκρό. | Because no one looks for a dead man. |
- Κανείς δεν ψάχνει για έναν νεκρό. | Nobody looks for a dead man. |
'Οταν εμείς οι φυσικοί ψάχνουμε για εξωγήινους πολιτισμούς, | KAKU: When we physicists look for alien civilizations, we don't look for little green men. |
'ρα ποιο είναι το πρώτο πράγμα που ψάχνουμε; | So, what's the first thing you look for? |
'ρα, ψάχνουμε για κάτι ασυνήθιστο που ίσως μας δείξει πώς σκοπεύει να ρίξει τον ιό. | So we look for what's unusual and maybe that points us to how or where Ra's plans to release the virus. |
- ... που δεν αρέσει στον πρόεδρο. - Ξέρουμε ποιον ψάχνουμε; | - Will we know who to look for? |
"Όταν ψάχνετε για το κακό μέσα στον άνθρωπο, αναμένετε να το βρείτε..." "στα σίγουρα". | "When you look for the bad in mankind expecting to find it... you surely will. |
"Όταν ψάχνετε για το κακό..." | "When you look for the bad--" |
- Eσείς δεν ξέρετε καν τι ψάχνετε. | -You wouldn't know what to look for! |
- Όχι. Τότε γιατί τον ψάχνετε; | Why look for him then? |
"Σε ψάχνουν..." | "look for you..." |
- Αποτυχία; Αυτοί που αποτυγχάνουν ψάχνουν δικαιολογίες. | Those who fail look for excuses. |
- Γιατί το ψάχνουν; | - Why do they look for it? |
- Δε θα ψάχνουν να μας βρουν; | Won't they look for us? |
- Ορκίζομαι, έψαξα για άλλα μέρη... | I swear I looked for any other place... |
- Σε έψαξα στο αεροπλάνο. | - I looked for you on the plane. |
- Την έψαξα παντού. Τηλεφώνησα στις φίλες της, τίποτα, κανείς δεν ξέρει που είναι. | l looked for her everywhere, nobody knows where she is. |
- Το έψαξα παντού. | - I've looked for it everywhere. |
- Δεν έψαξες να τα βρεις. | - You have never looked for them. |
- Και ποτέ δεν την έψαξες. | And you never looked for her. |
- Με έψαξες; | You looked for me? |
- Την έψαξες; | - Have you looked for her? |
Αναρωτιόμουν πάντα γιατί δε με έψαξε ποτέ. | I always wondered why she never looked for me. |
Δεν έψαξε για κοριούς ή κάμερες, οπότε δεν πιστεύω ότι μας κατάλαβε. | She hasn't looked for bugs or cameras, so I don't think she knows we were there. |
Είμαι κάποια που δεν έψαξε πότε για την αγάπη. | I'm someone who never went out and looked for love. |
Η κατήγορος πέρασε από εκεί και έψαξε για μια κάμερα που έβαλε ενέχυρο η Μι Σούκ. | Hey, the prosecutor came to the shop and looked for a camera that Mi Sook pawned. |
- Σε ψάξαμε. | - We looked for you. |
-Μπορούσατε να με ψάξετε. -Σε ψάξαμε. | -Well, you could have looked for me. |
-Σε ψάξαμε παντού. | We looked for you everywhere. |
Mιας και ενδιαφέρεστε μόνο για αυτά που γνωρίζετε ψάξαμε για πράγματα που μοιάζουν με τη Βαλτιμόρη. | Since y'all only seem willing to be interested in stuff you know, we looked for things more like Baltimore. |
Δεν τον ψάξατε; | Haven't you looked for him? |
Εσείς ψάξατε ελάχιστα. | You guys barely even looked for her. |
Τι κάνατε χθες, αφού ψάξατε για τις φωτογραφίες; | What did you do yesterday, after you looked for the pictures? |
Δεν τον έψαξαν ποτέ. | They never looked for him. |
Εννοείς ότι ποτέ δεν έψαξαν για αρχαία τεχνουργήματα; | You mean to tell me they never looked for Ancient artefacts? |
Μας έψαξαν. | They looked for us. |
Με έψαξαν και με βρήκαν. | They looked for me and they found me. |
"Βρήκα αυτό που έψαχνα;" | "Did I find what I was looking for?" |
"Διέσχιζα την παγωμένη τούντρα με οδηγό τον 'κιακ, καθοδόν για το Νορντβάγκεν." "Μου είπε για το Πλάσμα που έψαχνα, περιγράφοντάς το ανθρωπόμορφο..." "που ο λαός του αποκαλούσε 'μαροκ. " | "As I crossed the frozen tundra with my guide Akiak en route to Nordvagen, he told me about the Wesen I was looking for, describing it as a humanlike creature his people called an Amarok, fur-covered, |
'Εσπασε το κούμπωμα κι έψαχνα για παραμάνα. | l was looking for a safety pin. Don't move. |
'Ηρθε στο σπίτι και εγώ έψαχνα τη Στέλλα... και είπε: "Τριγυρίζει όντως ένα κοτοπουλάκι στο σπίτι". | ' He got there and I was looking for Stella... and he said, 'You really have a baby chick loose in the house.' |
"Βρήκες το φίλο που έψαχνες;" | "Did you find the friend you were looking for?" |
"Θυμάσαι αυτό το νέο ήχο που έψαχνες;" | "You remember that new sound you were looking for?" |
'Εμαθα ότι έψαχνες γι' αυτό. | I heard you were looking for this. |
'Εμαθα ότι έψαχνες για κάποιον με ουλή. | See, I heard you were looking for some guy with a scar. |
"Μάλλον αυτό έψαχνε ο δολοφόνος." | "Must be what the killer was looking for. "Can't get to it right now. |
'Εμαθα ότι με έψαχνε. | I heard he was looking for me. |
'Ολη η πόλη έψαχνε γι'αυτά τα παιδιά. | The whole city was looking for those kids. |
'κουσα ότι ο Rev έψαχνε για κάποιον... ξέρεις, να του πηγαίνει το γεύμα του και τα τσιγάρα του και λαχεία και τέτοια πράγματα. | I heard Rev was looking for a runner... you know, get his lunch and smokes and lottery tickets and stuff. |
'Εχουμε τον τύπο που ψάχναμε για την υπόθεση Χέντερσον. | We have the guy we were looking for in the Henderson matter. |
'Ησουν μαζί μου, τόσο καιρό που τον ψάχναμε. | You were by my side the whole time we were looking for him. |
'Ηταν αυτό που ψάχναμε. | We could tell from the advertisement it was just what we were looking for. |
- Ήξερε ότι την ψάχναμε; | - He knew we were looking for it? |
'κουσα ότι ψάχνατε κάποιον που γνώριζε κάτι για την βόμβα στο προξενείο. | Yeah, I heard you guys were looking for anybody that knew anything about the consulate bomb. |
'κουσα ότι ψάχνατε κάποιον. | I heard you were looking for someone. |
- 'Aκουσα ότι ψάχνατε για τον Μπομπ Βαλντέζ; | - I heard you were looking for Bob Valdez? |
- 'Οτι με ψάχνατε. | . - That you were looking for me. |
'ρα βρήκαν αυτό που έψαχναν. | So they found who they were looking for. |
- Ίσως έψαχναν για κάτι άλλο. | -They were looking for something else. |
- Αυτοί οι άνθρωποι, σ' έψαχναν. | - These people, they were looking for you. |
- Αυτό που έψαχναν. | It's what they were looking for. |
"Έκρυψα το πτώμα της ενώ εσύ τον έπαιρνες λιγάκι, θα χρειαστείς βοήθεια, οπότε ψάξε για τα αρχικά της στο Τμήμα". | "I hid her body while you were catching some Zs, "you'll need a helping hand, so look for her initials down at the GCPD." |
"Όταν ακούς καλπασμούς στο δάσος, ψάξε για άλογο, όχι για ζέβρα". | - When you hear hoofbeats in the forest, you look for a horse, not a zebra. |
"Αν θες να κάνεις τον Σέρλοκ Χολμς, ψάξε ένα Γιαπωνέζο με ματωμένο αντικείμενο." | "You wanna play Sherlock Holmes, look for a Jap with a bloody gun butt." |
"Πάντα ψάξε για το ψέμα; τότε ξεκινάει να διελευκάνεται η υπόθεση." | "Always look for the lie; that's when the story begins to unravel." |
'ρα, ψάξτε για γιατρούς, που έχασαν την άδεια τους, ή φοιτητές της Ιατρικής, που είχαν ηθικές παραβάσεις. | So look for doctors who've lost their licenses or medical students who've had ethical violations. |
- Δεν μπορεί να έφυγε, ψάξτε τον! | - He can't be far, look for him! |
- Λοιπόν, ψάξτε για ένα πρατήριο καυσίμων. | - Well, look for a filling station. |
- Μάζεψέ τους όλους... πηγαίνετε στη φάρμα του Τζάκσον και ψάξτε για το κόκκινο φορτηγάκι. | - Alright, I want you to get everybody. I want you to go down to Jackson farm. I want you look for a red pickup truck. |
"Την έχω ψάξει παντού, αναρωτιέμαι που να είναι" | "I've looked for her all over the world, I wonder where she is" |
- Έχω ψάξει παντού, Πίτερ. | I've looked for him everywhere, Peter. |
Έχεις ψάξει ποτέ να βρεις τους βιολογικούς σου γονείς; | Have you ever looked for your biological parents? |
Έχουμε ήδη ψάξει για αποτυπώματα στο πλαστικό στο σημείο που ήταν κομμένο. | We already looked for the fingerprints on the plastic where it was cut. |
"... ψάχνοντας τον. | "by looking for him. |
"...αλλά ερχόμουνα προς το Παγκ. Κέντρο Εμπορίου ψάχνοντας για συνεργεία του CBS και ρώτησα κάποιον πυροσβέστη άν είδε κάποια." | I was coming toward the World Trade Center looking for CBS crews, and asked a firefighter if he saw any |
"Ακολούθησε τα ίχνη," "ψάχνοντας για την μία, που κάποτε έχασε..." "αλλά που τώρα του έδωσε, νέο νόημα και σκοπό." | He tracked along the fringes, looking for the one who was once lost to him... but who now had given him his new sense of purpose. |
"Γι αυτό μην σπαταλάς το χρόνο σου ψάχνοντας το. | "So don't waste your time looking for it. |