Προσπαθούσα να μη χαχανίζω για να μη μας κοιτάζει από τον άμβωνα. | Trying not to giggle so he wouldn't give us the stink eye from the pulpit. |
Δεν χαχανίζεις αν δεν υπάρχει κάτι αστείο. | For one thing, you don't giggle when there's nothing funny. |
Εσύ μπορείς να χαχανίζεις και να βρομάς. | Listen, you can giggle and stink all you want. |
Εύχομαι να μη χρειαστεί... να χαχανίζεις και να κουνάς τον κώλο, όπως έκανα εγώ. | I hope you don't have to giggle and shake your ass like I did. |
Σ' άκουσα να χαχανίζεις. | You! I heard you giggle. |
Σταμάτα να χαχανίζεις. | [ Elizabeth ] Don't you giggle so much. |
(χαχανίζει) Ω, είναι τόσο λιπάρή. | (giggles) Oh. It's so greasy. |
(χαχανίζει) | (giggles) |
Δεν μπορούμε να χαχανίζουμε, είναι σκηνή εγκλήματος. | We can't giggle, it's a crime scene. |
Μας μένουν 9, 10 χρόνια που μπορούμε να χαχανίζουμε στην εκκλησία να μασάμε με ανοιχτό το στόμα και να μένουμε άπλυτοι. | We've only got nine, maybe 1 0 years tops... where we can giggle in church and chew with our mouths open... and go days without bathing. |
Όταν αρχίσουν να χαχανίζουν οι γκέι, θα ξεγλιστρήσουμε. | Next time the gays giggle, we'll just slide out. |
Οι ναύτες δε χαχανίζουν! | Sailors do not giggle! |
Όλες οι αδερφές μου χαχάνισαν κι η Κάρολαϊν χαμογέλασε και είπε: | And all my sisters giggled, and Caroline looked at me and smiled and said: |
Λοιπόν, έχω καλύτερα πράγματα να κάνω από το να κάθομαι σε ένα πάρτι για κότες, πίνοντας ποτά, και χαχανίζοντας πάνω από λαστιχένια λουκάνικα. | Well, I got better things to do than sitting at a hen party, drinking pink squirrels, and giggling over rubber wienies. |