Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Φτωχαίνω (shovel) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
φτωχαίνω
φτωχαίνεις
φτωχαίνει
φτωχαίνουμε
φτωχαίνετε
φτωχαίνουν
Future tense
θα φτωχύνω
θα φτωχύνεις
θα φτωχύνει
θα φτωχύνουμε
θα φτωχύνετε
θα φτωχύνουν
Aorist past tense
φτώχυνα
φτώχυνες
φτώχυνε
φτωχύναμε
φτωχύνατε
φτώχυναν
Past cont. tense
φτώχαινα
φτώχαινες
φτώχαινε
φτωχαίναμε
φτωχαίνατε
φτώχαιναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
φτώχαινε
φτωχαίνετε
Perfective imperative mood
φτώχυνε
φτωχύνετε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

πτωχαίνω
spit
φτηναίνω
fly

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'shovel':

None found.