Μου είχε απαγορεύσει να παίζω, να κουνιέμαι, ακόμα και να φταρνίζομαι. | Once and for all she had forbidden me to play, to move, or even to sneeze. |
Ντάρσυ, πρέπει να προσέχεις πού φταρνίζεσαι. | Darcy, you must be more careful where you sneeze. |
Σαν να φταρνίζεσαι όταν λες ΚΚΙ! | The way you said "PCI" sounded like a sneeze. |
Όταν φταρνίζεσαι και σου φεύγουν μύξες, κάνεις μετά και χειραψίες με φίλους σου; | When you sneeze, is it typhoon season? |
Ο γέρος μου έλεγε: "Μη φταρνίζεσαι όταν κρύβεσαι και μη χαμογελάς όταν λες ψέματα". | My old pappy always used to say things such as, 'Never sneeze when you hide or smile when you lie. |
Πως την έπεισες να τον φάει; Υπάρχει κόλπο. Προσποιείσαι ότι όταν φταρνίζεσαι βγαίνουν απ' τη μύτη. | Oh, there's a trick to it-- you got to pretend to sneeze them out of your nose. |
Ένας κρυώνει , όλοι φταρνιζόμαστε . | One gets a cold, we all sneeze. |
Θα φταρνιζόμαστε και δε θα βάζουμε το χέρι μπροστά από | We're gonna sneeze and not put our hand over. |
Μόνο εγώ είδα την συνέντευξη τύπου του Ομπάμα για το πώς να φταρνιζόμαστε; | Am I the only person who saw Obama's press conference on how to sneeze? |
Καμία διαφωνία, εκτός κι αν είναι από αυτές που φταρνίζονται συνεχόμενα... και αυτός κρατάει το "γείτσες" σε εκκρεμότητα... μέχρι αυτή να ολοκληρώσει τη διαδικασία. | No argument, unless she's one of these multiple sneezers and he's holding his "God bless you" in abeyance until she completes the series. |
Απλά φταρνίστηκα. | Just a sneeze. |
- Όχι, φταρνίστηκα. | No, no, i sneezed. |
Θα καυχηθώ για τότε που φταρνίστηκα και κατουρήθηκα στην ουρά της τράπεζας. Πρέπει να φύγω. | I'll brag about the time I sneezed and peed a little in line at the bank. |
Είναι σαν να φταρνίστηκα, και μετά είναι... | It's as if I sneezed, and then it's... |
- Δεν φταρνίστηκα. | I didn't sneeze. |
Είναι λες και φταρνίστηκες. | It looks like you've sneezed. |
Τι έκανες... φταρνίστηκες; | What'd you do... sneeze? |
Τις προάλλες φταρνίστηκες σε μια χαρτοπετσέτα. | The other day you sneezed into a napkin. |
Όταν φταρνίστηκες, τότε ενεργοποιήθηκε. | When you sneezed, that's what triggered the effect. |
Δεν νομίζω πως είναι πολλαπλή "φταρνίστρια"... επειδή φταρνίστηκε και μετά και πάλι ήταν μια φορά. | I don't think she is a multiple sneezer because she sneezed again later and it was also a single. |
Και μετά, δεν το ήξερε, και φταρνίστηκε και γέμισε τον τόπο αίματα. | And then, she didn't know it. She had to sneeze, and she blew blood all over the place. |
- Η Μπέτυ φταρνίστηκε. | Betty sneezed, I'm covering. Keep sneezing, I gotta talk to Hugh. |
- Αφού φταρνίστηκε πάνω του. | - But he just sneezed on it. |
Έγλειφε μια κοπέλα εκεί κάτω. Κι εκεί που ήταν κάτω, φταρνίστηκε. | I have a friend, she went down on a girl, she was down there and she sneezed. |