Συνήθιζα να φιλονικώ κάθε μέρα. | I used to quarrel everyday. |
Το τελευταίο που χρειάζεσαι, σ'αυτό το στάδιο της ζωής σου είναι να φιλονικείς με τον γιο και τη νύφη σου. | The last thing you need at this stage in your life is to quarrel with your son and daughter-in-law. |
Ας μη φιλονικούμε στην τόσο σύντομη γνωριμία μας. | Come... Don't let's quarrel on such short acquaintance. |
Ας μη φιλονικούμε... για το παρελθόν. | Let us not quarrel about the past. |
Δεν είναι ευγενικό να φιλονικούμε μπροστά στις κυρίες. | It isn't considered polite to quarrel before ladies. |
Δεν πρέπει να φιλονικούμε. | We must not fall to quarrel. |
Δεν φιλονικούμε. | We got no quarrel! |
"Τα υποκείμενα φιλονικούν στο διάδρομο έξω από τον κοιτώνα του θηλυκού. | Subjects quarrel in corridor outside female's quarters. |
Τα αδέλφια μου φιλονικούν... ο Νικλάους παραμένει ανήσυχος. | My siblings are in some quarrel. Niklaus remains agitated. |
Τους αρέσει να φιλονικούν. | They like to quarrel. |
Εσείς και ο κος Γκόουλαν φιλονικήσατε; | You and Mr Gowlan quarrelled? |
Πιστεύω ότι φιλονικήσατε με την σύζυγο σας κε Φένγουικ. | I believe it was your wife you quarrelled about, Mr Fenwick. |
- Νόμιζα πως φιλονικούσαν. | I thought they were quarrelling. |