Είμαι κόρη του πατέρα μου και θα υπηρετήσω τον βασιλιά όπως κάνει κι εκείνος. | I am my father's daughter... and I will serve the king just as he does. |
Επιτρέψτε μου να εκπροσωπήσω αυτήν την περιφέρεια στο Κογκρέσο και θα υπηρετήσω τα συμφέροντά σας. | Let me represent this district in congress, and I will serve your interests! |
Θα υπηρετήσω την αδελφότητα, θα υπηρετήσω εσένα και θα υπηρετήσω τον εαυτό μου. | I will serve order I will serve you and I will serve myself |
Εγώ θα υπηρετήσω στη θέση του πατέρα μου. | I will serve the Emperor in my father's place. |
Εγώ ο Καζούο Νισίνο θα υπηρετήσω ως φύλακας. | I, Kazuo Nishino, will serve as guardian. |
'Ασχετα με τη θέση σου, είσαι του οίκου μου γι'αυτό θα υπηρετήσεις τον Βασιλιά της Ιερουσαλήμ. | Whatever your position, you are of my house... and that means you will serve the king ofJerusalem. |
Μίλησες για προαγωγή. Τώρα θα υπηρετήσεις για ένα μεγαλύτερο σκοπό. | Now you will serve a greater cause. |
Και θα υπηρετήσεις όλους τους υπόλοιπους Ρέιντζερ με τιμή. | And you will serve all your fellow Rangers with honor. |
Ο Ρόμπερτ Μακναμάρα, πρόεδρος της εταιρίας Φορντ Μότορς θα υπηρετήσει σαν υπουργός 'μυνας καιο στρατηγόςτηςαεροπορίας Τόμας Μπένετ θα γίνει αρχηγός ΓΕΕΘΑ. | Robert McNamara, President of the Ford Motor Company, will serve as Secretary of Defense, and Air Force General Thomas Bennett will sit on the Joint Chiefs of Staff. |
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αυτός ο κόσμος θα υπηρετήσει τον σκοπό τους! | We do. One way or another, this world will serve their purpose! |
Ώς κυβερνήτης της πολιτείας της Μασαχουσέτης είμαι σίγουρος ότι κάθε ένας από εσάς, θα υπηρετήσει με διάκριση, τιμή και αξιοπρέπεια. | As the governor of the Commonwealth of Massachusetts, I am confident each and every one of you will serve with distinction, honor and integrity. |
Εις στο εξής, ο καθένας θα υπηρετήσει τα κρατικά συμφέροντα. | In the future, each man will serve the state with absolute obedience. |
Σύντομα ο Ντύλαν θα υπηρετήσει το σκοπό του και τότε θα τους ξεφορτωθώ και τους δύο. | Soon Dylan will serve his purpose, then i'll dispose of them both. |
Είπα ότι θα υπηρετήσουμε υπό αυτή τη διοίκηση και θα το κάνουμε! | I said we will serve in this command and we will serve! |
Δηλαδή θ'αποφασίσουμε... ..αν σαν τους προκατόχους μας θα υπηρετήσουμε αυτή την πόλη... ..ή απλώς θα την κυβερνήσουμε! | Today we will decide.. whether we will serve our city better than our predecessors. Or will we just rule this city? |
Αλλά σε αντίθεση με τους προγόνους μας, θα υπηρετήσουμε όλους στα έθνη όπου υπάρχει διαφθορά και διχόνοια για ν' αποκαταστήσουμε την ισορροπία και την ειρήνη. | But unlike our ancestors, we will serve people of all nations, working wherever there is corruption and discord, to restore balance and peace. |
Όλα τα άτομα μεταξύ 18 και 25 θα υπηρετήσουν τους 3 μήνες βασικής εκπαίδευσης. | Everybody somewhere between the ages of 18 - 25 will serve three months of basic training. |
Ο υπουργός Εσωτερικών ανακοίνωσε... ότι οι Κορσικανοί θα υπηρετήσουν το χρόνο φυλάκισής τους, κοντά στο σπίτι τους. | The Minister said that Corsicans will serve their sentences closer to home. |
Κάθε χρόνο, στη πλατεία της πόλης, οι άνδρες βάζουν τις ταυτότητες σε ένα καζάνι και εγώ, με δεμένα τα μάτια, διαλέγω ποιοι θα υπηρετήσουν στο στρατό μας. | Each year, in the town square, the men put their tiles into a cauldron, and, blindfolded, I choose the tiles of those who will serve in our army. |
Χρειαζόμαστε άτομα που θα υπηρετήσουν το Τάγμα μας και θα συνεισφέρουν στην ισχύ του. | We need people who will serve our order and contribute to its power. |
Σε υπηρέτησα με αφοσίωση τόσα χρόνια. | Okay. I have served you loyally for years. |
Από τους πέντε που πέθαναν στο Μούλτρι, υπηρέτησα με τους δυο. | Of the five men that died on the Moultrie, I served with two. |
Γκριγκόρι Λουκιανίτσι, δείξε έλεος, σε υπηρέτησα πιστά! | Grigorii Lukianici, have mercy on me, I have served you in faith and truth! |
20 χρόνια υπηρέτησα σαν Υπουργός του πατέρα του. | Twenty years I served as chief minister to his father. |
Επτά χρόνια σε υπηρέτησα σαν το σκυλί! | I've served you like a dog, for 7 years. |
Εκτιμώ την αφοσίωσή σου και πιστεύω πως υπηρέτησες τη χώρα καλά στο εξωτερικό. | And I appreciate your loyalty to me and I believe you've served the country very well overseas. |
Λοιπόν, υπηρέτησες στην Γρενάδα; | So, uh, you served in Grenada? |
Ας πούμε ότι υπηρέτησες στο Ιράκ. | Like, say you served in Iraq. |
Πού υπηρέτησες; | What'd you serve? |
Με υπηρέτησες καλά και θα σε ελευθερώσω. | You have served me well... and I shall release you. |
Ξέρεις, Μπεν... κάθομαι εδώ και σε κοιτάζω, ο καλύτερος αξιωματικός που υπηρέτησε ποτέ κάτω από εμένα, | You know, Ben... I stand here looking at you... the best officer who ever served under me... trapped in this holding cell... and I think... |
Ώστε υπηρέτησε στο στρατό. | So he served in the military. |
Ο στρατιώτης Σάμιουελ υπηρέτησε την πατρίδα του... με αξιοπρέπεια, τιμή και θάρρος. | The soldier Samuel served his country with dignity, honor, and bravery. |
Οι ενδείξεις είναι ότι υπηρέτησε αξιόλογα στον Στόλο για χρόνια. | Indications are that he served competently in Starfleet for years. |
Η 'μπι Κόλινς ήταν στον στρατό... υπηρέτησε στο Αφγανιστάν με μαύρη στολή. | And Abby Collins has a military background, served in Afghanistan with a black ops outfit. |
Ο Καπετάνιος Ντόρμαν κι εγώ υπηρετήσαμε μαζί κάτω από τον πατέρα του Σημαιοφόρου Χέις, τον Καπετάνιο Χέις. | Captain Dornan and I both served under Ensign Hayes' father, Captain Hayes. |
Ένας τύπος που υπηρετήσαμε μαζί στο Ιράκ. | Just a guy I served in Iraq with. |
Όπως καί να' χει, εμείς ποιόν υπηρετήσαμε; | As it is, whom have we served? |
Είναι η αδερφή ενός στρατιώτη, που υπηρετήσαμε μαζί στο Ιράκ. | Is the sister of a soldier I served with in Iraq. |
Ο μπαμπάς του κι εγώ υπηρετήσαμε στην Κίνα. | l served with John's father in China. |