Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Υποψιάζομαι (suspect) conjugation

Greek
44 examples
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
υποψιάζομαι
υποψιάζεσαι
υποψιάζεται
υποψιαζόμαστε
υποψιάζεστε
υποψιάζονται
Future tense
θα υποψιαστώ
θα υποψιαστείς
θα υποψιαστεί
θα υποψιαστούμε
θα υποψιαστείτε
θα υποψιαστούν
Aorist past tense
υποψιάστηκα
υποψιάστηκες
υποψιάστηκε
υποψιαστήκαμε
υποψιαστήκατε
υποψιάστηκα
Past cont. tense
υποψιαζόμουν
υποψιαζόσουν
υποψιαζόταν
υποψιαζόμαστε
υποψιαζόσαστε
υποψίαζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
υποψιάσου
υποψιαστείτε
Perfective imperative mood
να υποψιάζεσαι
υποψιάζεστε

Examples of υποψιάζομαι

Example in GreekTranslation in English
Αυτή μαζεύει πάντα τα στρατιωτάκια του Μεγάλου Δούκα... τα οποία έχω αρχίσει να υποψιάζομαι ότι ξεχνάει εσκεμμένα.She's always picking up the grand duke's soldiers... which I'm beginning to suspect he leaves intentionally.
- Ίσως να το κάνω εύκολο για μένα, αλλά πάντα υποψιάζομαι τον ευεργετηθέντα.But I always tend to suspect the beneficiary.
Υπάρχουν πάρα πολλές πορσελάνες και πολύ λίγα γύψινα, υποψιάζομαι ότι τα περισσότερα κρύβουν τα λιγότερα, και αν τελικά οι πορσελάνες έσπασαν για να κρύψουν τα γύψινα.And there's too much china, Watson and too little plaster, which leads me to suspect that the greater conceals the less and if the china was smashed to cover up the plaster.
Δεν υποψιάζεσαι τη Χαν Να επειδή εσύ πιστεύεις όσα είπε ο γραμματέας Κίμ;Are you not suspecting Han Na because you believe what Secretary Kim said?
Τι υποψιάζεσαι και από πότε;What makes you suspect what and since when?
Λοιπόν, εάν δεν υποψιάζεσαι αυτόν, τότε ποιός?Well, if you don't suspect him, then whom do you suspect?
Έπαιζες κανάστα, χωρίς να υποψιάζεσαι τίποτα.You were playing canasta, suspecting nothing.
Σκοτώνεις αυτό το κορίτσι και ούτε που το υποψιάζεσαι.You're kiÉÉing this girÉ and you don't even suspect it.
Κάποια που υποψιαζόμαστε πως είναι η δίδυμη αδερφή της εντοπίστηκε πολύ κοντά στον Πρόεδρο Τζό Τζόνγκ Γουόν.Someone whom we've suspected to be the twin sister has been found in close proximity to President Joo Joong Won.
Ειλικρινά, υποψιαζόμαστε... αυτοκτονία.Frankly, Mrs. Dietrichson, we suspect... a suicide. - I'm sorry.
Και εάν οτι υποψιαζόμαστε βρει σωστο μπορούμε έπειτα να κάνουμε τα συμπερασματα μας, δημοσια.And if what we suspect is verified... we can then make our findings public.
Όλοι μιλάμε για αυτά που βλέπουμε, φανταζόμαστε, υποψιαζόμαστε.We all talk about what we see, imagine, suspect.
-Δεν είναι λόγος αυτός να τον υποψιαζόμαστε.- It's no reason to suspect disloyalty.
Τον γιατρό τον υποψιάζονται.The doctor is suspected.
Η γυναίκα τού κουρέα λέει έπιασαν κάποιον στον παλιό δρόμο που υποψιάζονται ότι ξέρει κάτι για την απαγωγή.That barber's wife says this morning they caught a man on the old road who they suspect knows something about this kidnapping.
Επίσης εκείνος ο άντρας στα ανατολικά τον υποψιάζονται και αν τον πιάσουν...There's a man in the east they suspect, and if they get him, I'll...
Με υποψιάζονται για λαθρέμπορο.I'm suspected of being a smuggler.
Μπορεί να μην τον υποψιάζονται για κάτι που έγινε στη γειτονιά μας.He'll never be suspected for anything he committed in our neighbourhood.
Αν σας δουν ζωντανή, ο Nomoto θα υποψιαστεί εμένα.If they see you alive, Nomoto will suspect me.
Αν την βλέπω κατά καιρούς, τότε κανείς δε θα υποψιαστεί για μας ότι--If I see her from time to time, then no one will suspect that you and me are
Τώρα κάνε ότι κάνω, και κανείς δεν θα υποψιαστεί τίποτα.Now, just do as I do, and no one will suspect a thing.
Χρειαζόμαστε κάποιον που κανένας δε θα υποψιαστεί, που να μην έχει σχέση με μας.We need someone no one will suspect, who's not linked to us. That's all you need to know.
Αν ο πατέρας μου ανακαλύψει ότι απέδρασε, θα υποψιαστεί εσένα.When my father finds out the boy's escaped, he will suspect you being involved.
Εάν οι άνθρωποι σε δουν μαζί του, θα υποψιαστούν και σένα.If people see you with him, they will suspect you too.
Και δεν υποψιάστηκα τίποτε.And I never suspected.
Δεν υποψιάστηκα τίποτα.I didn't suspect a thing.
Δεν φανταζόμουνα ότι είσαι τόσο ανόητη ώστε να προσπαθήσεις να με σκοτώσεις που σε υποψιάστηκα.I didn't think you'd be fool enough to try to kill me for what I suspected.
Όπως το υποψιάστηκα.Just as I suspected.
Γιατί τον υποψιάστηκα πως τα έχει με μία άλλη.Because I suspected him of having an affair with another woman.
Όταν άκουσες ότι έσπασε η μέση του Χάρκερ, υποψιάστηκες τον ανατριχίλα, έτσι;When you heard that Major Harker's back was broken you suspected The Creeper, eh?
Ξέρω τι υποψιάστηκες.I know what you suspected. I know what you thought of me.
Δεν υποψιάστηκες τίποτα;You didn't suspect anything?
Δεν υποψιάστηκες.....You didn't suspect...
Δεν είναι δυνατόν να υποψιάστηκες....You couldn't possibly have suspected...
- Δεν υποψιάστηκε η κ. Μέρεντιθ;- Didn't Mrs. Meredith suspect?
Πιστεύετε ότι υποψιάστηκε τον Emberton;Do you think he suspected Emberton?
Καταπληκτικά δεν υποψιάστηκε τίποτε.l wonder if she suspected.
Αν κρυφάκουσε τι είπε η Κόρα με τον αδερφό της, και ο δολοφόνος το υποψιάστηκε, είναι πιθανό να έχει την ίδια τύχη με την Κόρα.If she did overhear what passed between Cora and her brother and the murderer suspected, she's likely to receive the same treatment that Cora did.
Σίγουρα δεν υποψιάστηκε τίποτα;You're sure he suspected nothing?
- Ναι. Ότι υποψιαστήκαμε.It's basically a confirmation of what we suspected.
Τα προσωπικά στοιχεία πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για έρευνα και φυσικά δεν υποψιαστήκαμε καμία σύνδεση με τη δολοφονία.Personal data must only be used for research purposes and of course we didn't suspect a link to the Northmarsh murder.
Ο Τομέας, όπως το υποψιαστήκαμε.Division, as we suspected.
Τον υποψιαστήκαμε για Ρώσο κατάσκοπο και πήγαμε να εργαστούμε με αυτόν.We suspected him of being a Russian spy and went to work on him.
Δεν υποψιαστήκαμε ότι υπήρχε κι άλλο.We didn't suspect there was another.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'suspect':

None found.