Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Υποκύπτω (amnd) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
υποκύπτω
υποκύπτεις
υποκύπτει
υποκύπτουμε
υποκύπτετε
υποκύπτουν
Future tense
θα υποκύψω
θα υποκύψεις
θα υποκύψει
θα υποκύψουμε
θα υποκύψετε
θα υποκύψουν
Aorist past tense
υπέκυψα
υπέκυψες
υπέκυψε
υποκύψαμε
υποκύψατε
υπέκυψα
Past cont. tense
υπέκυπτόμουν
υπέκυπτόσουν
υπέκυπτόταν
υπέκυπτόμαστε
υπέκυπτόσαστε
ύπεκυπτόνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
υπόκυσου
υποκύψετε
Perfective imperative mood
να υποκύπτεις
υποκύπτετε

More Greek verbs

Related

ανακύπτω
emerging

Similar

υποπίπτω
fall into error

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'amnd':

None found.