Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Υπερψηφίζω (overflow) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
υπερψηφίζω
υπερψηφίζεις
υπερψηφίζει
υπερψηφίζουμε
υπερψηφίζετε
υπερψηφίζουν
Future tense
θα υπερψηφίσω
θα υπερψηφίσεις
θα υπερψηφίσει
θα υπερψηφίσουμε
θα υπερψηφίσετε
θα υπερψηφίσουν
Aorist past tense
υπερψήφισα
υπερψήφισες
υπερψήφισε
υπερψηφίσαμε
υπερψηφίσατε
υπερψήφισαν
Past cont. tense
υπερψήφιζα
υπερψήφιζες
υπερψήφιζε
υπερψηφίζαμε
υπερψηφίζατε
υπερψήφιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
υπερψήφιζε
υπερψηφίζετε
Perfective imperative mood
υπερψήφισε
υπερψηφίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'overflow':

None found.