Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Υπερχρονίζω (overflow) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
υπερχρονίζω
υπερχρονίζεις
υπερχρονίζει
υπερχρονίζουμε
υπερχρονίζετε
υπερχρονίζουν
Future tense
θα υπερχρονίσω
θα υπερχρονίσεις
θα υπερχρονίσει
θα υπερχρονίσουμε
θα υπερχρονίσετε
θα υπερχρονίσουν
Aorist past tense
υπερχρόνισα
υπερχρόνισες
υπερχρόνισε
υπερχρονίσαμε
υπερχρονίσατε
υπερχρόνισαν
Past cont. tense
υπερχρόνιζα
υπερχρόνιζες
υπερχρόνιζε
υπερχρονίζαμε
υπερχρονίζατε
υπερχρόνιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
υπερχρόνιζε
υπερχρονίζετε
Perfective imperative mood
υπερχρόνισε
υπερχρονίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'overflow':

None found.