Όπως υπερχειλίζει το ποτάμι τις όχθες του ένα άλλο ποτάμι ενώνεται... και η πλημμύρα είναι ακόμη μεγαλύτερη. | As the river overflows its banks, another river joins in and the flood is still greater. |
Αν η λίμνη υπερχειλίζει κατά τη διάρκεια της καταιγίδας , τότε όλοι παίρνουν ηλεκτροπληξία. | If the lake overflows during the storm... then we all get electrocuted. |
Ητοίμασας έμπροσθέν μου τράπεζαν απέναντι των εχθρών μου, ήλειψας εν ελαίω την κεφαλήν μου, το ποτήριόν μου υπερχειλίζει. | You prepare a table before me in the presence of my enemies. You anoint my head with oil. My cup overflows. |
Κάθε υγρή εποχή εδώ, στη Βραζιλία, ο ποταμός Παρανάς υπερχειλίζει τις κοίτες του και πλημμυρίζει μια περιοχή στο μέγεθος της Αγγλίας. | Each wet season here, in Brazil, the Parana river overflows its banks and floods an area the size of England. |
Με μύρο άλειψες την κεφαλή μου... Και το ποτήρι μου υπερχειλίζει από το καλύτερο κρασί. | Though anointest my head with oil, my cup overflows. |
Οι υπερχειλίστε του, οι οποίοι δρουν σαν ένα ξεχείλισμα μπανιέρας. | its spillways, which act like an overflow drain on a bathtub. |