Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Υπερφουσκώνομαι (do) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
υπερφουσκώνομαι
υπερφουσκώνεσαι
υπερφουσκώνεται
υπερφουσκωνόμαστε
υπερφουσκώνεστε
υπερφουσκώνονται
Future tense
θα υπερφουσκωθώ
θα υπερφουσκωθείς
θα υπερφουσκωθεί
θα υπερφουσκωθούμε
θα υπερφουσκωθείτε
θα υπερφουσκωθούνε
Aorist past tense
υπερφουσκώθηκα
υπερφουσκώθηκες
υπερφουσκώθηκε
υπερφουσκωθήκαμε
υπερφουσκωθήκατε
υπερφουσκώθηκαν
Past cont. tense
υπερφουσκωνόμουνα
υπερφουσκωνόσουνα
υπερφουσκωνότανε
υπερφουσκωνόμασταν
υπερφουσκωνόσασταν
υπερφουσκώνονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
-
Perfective imperative mood
υπερφουσκώσου
υπερφουσκωθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'do':

None found.