Αυτά παθαίνεις όταν υπερφορτώνεις τα πυρομαχικά. | That's what you get when you overload the ammo rating. |
- Και τι κάνει; Εξαπολύει ηλεκτρισμό. Κι αν πετύχει ηλεκτροφόρα καλώδια ή οτιδήποτε με ρεύμα, το υπερφορτώνει ξεκινώντας αλυσιδωτή αντίδραση. | And if the charge hits power lines, or anything with a live current, it overloads them, setting off a chain reaction. |
Ένα πετάλι παραμόρφωσης που υπερφορτώνει το σήμα | A distortion pedal which overloads the signal. |
Προσπαθούμε να περάσουμε τόσο πολύ ενέργεια... μέσα από την γέφυρα που το υπερφορτώνει. | We've been trying to force so much power through the bridge that it overloads it. |
Το επιτιθέμενο πνεύμα το υπερφορτώνει. | The invading spirit overloads it. |
Μην το υπερφορτώνουμε. | Don't overload it. |
DCA δοκιμάστε μια προγενέστερη θα μπορούσε να υπερφορτώνετε. | If we try one before that, it could overload. |
Όταν υπερφορτώνετε το πάγκρεας, όπως οι περισσότεροι Αμερικανοί, με περίσσεια ζωικών πρωτεϊνών, των τροφίμων, όλη η δουλειά, όλη η ικανότητα, από το πάγκρεας έχει εξαντληθεί απλώς προσπαθεί να χωνέψει, και να απαλλαγούμε από όλα αυτά | When you overload the pancreas, as most Americans do, with excess animal protein, food, all the job, all the ability, of the pancreas is used up just trying to digest, and get rid of all these |
Η γεννήτρια υπερφορτώνετε. | The generator's overloading. |
Η μηχανή υπερφορτώνετε! | The machine's overloading! |
Μην υπερφορτώνετε τη βάρκα. | Don't overload that boat. |
Έλα, υπερφόρτωσα το σύστημα ενέργειας. | Come on, I've overloaded the power system. |
Είναι ολοφάνερο, ότι υπερφόρτωσα το λάθος τέρας. | Obviously, I've overloaded the wrong Gamma monster. |
Από απροσεξία υπερφόρτωσες μια σειρά αγωγούς ηλεκτροπλάσματος ενώ έτρεχες το διαγνωστικό σου. | It appears you inadvertently overloaded a series of EPS conduits while performing your diagnostic. |
Βλέπεις, υπερφόρτωσες τα προϊστορικά κυκλώματα. | You see, you overloaded your prehistoric circuits. |
Αν το όπλο υπερφόρτωσε τον εγκέφαλο πέραν της ηλεκτρικής χωρητικότητάς του ...εκφορτίζοντάς τον, σαν Η/Μ παλμός; | What if this weapon overloaded the brain past the threshold of its electrical capacity, causing it to discharge, like an E.M.P.? |
Μάλλον "υπερφόρτωσε" ο ίδιος τον Ντοκ Οκ... μόνο και μόνο για να τον ξυλοφορτώσει. | He must have "overloaded" Doc Ock himself, just so he could look good when he beat him. |
Μια κρούση πλάσματος υπερφόρτωσε το ποζιτρονικό σου δίκτυο. | A plasma shock overloaded your positronic net. |
Μια συσκευή υπερφόρτωσε όλο το σύστημα. | One device overloaded the entire system. |
Ο Γκάρθ, υπερφόρτωσε το κύκλωμα. | Garthe's overloaded the circuitry. |
- Οι εκρήξεις υπερφόρτωσαν τους αισθητήρες. | The mine detonations must have overloaded the sensors. |
Τα συνεργία από τα κανάλια την υπερφόρτωσαν. | All those TV crews plugged in and overloaded it. |
Φαίνεται πως ένα ρεύμα ποζιτρονίων αντιύλης υπερφόρτωσαν το ηλεκτρικό σύστημα. | It seems like a stream of antimatter positrons May have overloaded the power system. |
Κυρίως υπερφορτώνοντας όλα τα συστήματα του Τάλιν και διαλύοντας την ενέργειά του. | Severely overloading all of Talyn's systems and dissipating his energy. |
Μια κάμερα παρακολούθησης, για παράδειγμα μπορείς να την απενεργοποιήσεις σημαδεύοντάς τη με λέιζερ υπερφορτώνοντας το φωτοευαίσθητο τσιπ. | You can disable one by shooting a laser at it and overloading the light-sensitive chip. |
Στη χειρότερη περίπτωση, θα τις διαγράψει, υπερφορτώνοντας, ουσιαστικά, τον εγκέφαλο με μεγάλη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας. | Well, at its highest level, It would erase them By essentially overloading the brain |
Την τελευταία φορά τον πιάσαμε υπερφορτώνοντας τον με καθαρό φως. | Last time, we managed to capture him by overloading his system with pure light. |
Μπορεί να έχει υπερφορτώσει τμήματα όπως καμμένα κυκλώματα, καλωδίωση, κι αν είναι έτσι, γι' αυτό δεν μπορούμε να μπούμε στο σύστημα από εδώ έξω. | He could've overloaded certain portions of it, like burnt circuits, wiring, and if that's so, that's why we can't get into the system from out here. |