"Μου φαινόταν σαν να πετούσα για μέρες..." "αλλά επειδή έχω την τάση να υπερβάλλω, ας πούμε ότι ήταν 10 λεπτά." | I flew for what seemed like days... but I do tend to exaggerate, so, let's call it 10 minutes. |
Έχω την τάση να υπερβάλλω λίγο. | I do tend to exaggerate a bit though. |
Δεν θέλω να υπερβάλλω. | I don't want to exaggerate. |
Θα μου δώσεις την ευκαιρία να υπερβάλλω αργότερα. | It'll give me a chance to exaggerate it later. |
- ... απ' τη στιγμή που έφτασε εδώ. - Μην υπερβάλλεις. | Don't exaggerate. |
- Έλα μαμά, μην υπερβάλλεις. | Come on, Mom, don't exaggerate. |
- Ευτυχώς που δεν υπερβάλλεις, μαμά. | It's lucky you don't exaggerate, Mama. |
- Μη υπερβάλλεις. | - Don't exaggerate. |
- Μην υπερβάλλεις . | - Don't exaggerate. |
- Όχι, πρέπει να του πούμε ότι υπερβάλλει. - Φυσικά. | - No, we must also tell him he exaggerates. |
- Κι η αδερφή σου όλο υπερβάλλει. | And your sister exaggerates everything. |
- Πρέπει να καταλάβετε ότι υπερβάλλει. | You must understand, that he exaggerates. |
-Η γυναίκα υπερβάλλει. | ~ The woman exaggerates. |
Αν και υπερβάλλει λίγο, αναμφίβολα έχει δίκιο πως ως εμπορική χώρα θα υποφέρουμε πιο πολύ απ' όλους εξαιτίας του μαρτυρίου του διεθνούς εμπορίου. | And although he exaggerates somewhat, he is undoubtedly correct in saying that, as a mercantile nation, we shall suffer more than most because of the agonies to international trade. |
- Έλα τώρα Γκάμπι, ας μην υπερβάλλουμε. | Come on, Gaby. Let's not exaggerate. |
- Αλλά ας μην υπερβάλλουμε. - Υπερασπίστηκε τον εαυτό της. | - But let's not exaggerate. |
- Ας μην υπερβάλλουμε εδώ. | - Let's not exaggerate here. |
- Ας μην υπερβάλλουμε με τις αλλαγές. | Let us not exaggerate the transformation. |
- Ας μην υπερβάλλουμε τώρα. | Don't let's exaggerate. But you are! |
"Οι πληροφοριοδότες μας μας έπεισαν ότι υπερβάλλετε ως προς την κατάστασή σας. | "Our informants"... "have convinced us that you exaggerate your situation. |
- Μην υπερβάλλετε! | - Do not exaggerate! |
-Μην υπερβάλλετε. | Don't exaggerate. |
Kύριε Γκoυλvτ, υπερβάλλετε. | Mr. Gould, please, you exaggerate. |
Αρέσει σε σας τους άντρες να υπερβάλλετε. | You men love to exaggerate, Jericho. Just goes with the territory. |
"Οι πρόσφατες υπηρεσίες σας σε έναν Ευρωπαϊκό Βασιλικό Οίκο... "... έδειξαν ότι είστε κάποιος ιδιαίτερα αξιόπιστος... "... σε σημαντικά ζητήματα για τα οποία είναι δύσκολο να υπερβάλλουν. | Your recent services to one of the royal houses of Europe have shown that you are one who may be safely trusted with matters which are of an importance which can hardly be exaggerated. |
- Μου είπαν τι κάνετε. Ίσως υπερβάλλουν. | Oh, perhaps it's been exaggerated. |
-Οι αναφορές υπερβάλλουν, | -Reports are exaggerated, |
Έχει κάτι η ατμόσφαιρα και κάνει τους πάντες να υπερβάλλουν. | There's something in the atmosphere that makes everything seem exaggerated. |
Αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι. Εννοώ, μερικές φορές οι δαίμονες, υπερβάλλουν τη δύναμή τους. | I mean, sometimes demons, they exaggerate their power. |
- Μπορεί να υπερέβαλα λίγο. | I may have exaggerated a little bit. |
Έτσι είναι, αλλά ίσως υπερέβαλα τη θέση μου σε αυτή την συμμαχία. | I do, but I may have exaggerated my position within the alliance. |
Ίσως να υπερέβαλα για τη θέση μου στο σκάφος. | I might have exaggerated my position in regards to the boat. |
Ίσως να υπερέβαλα λιγάκι. | I... may have exaggerated a little bit. |
Ίσως να υπερέβαλα λιγουλάκι. | Perhaps I exaggerated a little. |
Ήμουν σίγουρος πως υπερέβαλες πάνω στον ενθουσιασμό σου. | I was certain you exaggerated in your excitement. |
Νόμιζα ότι υπερέβαλες με αυτά που μου είπες ότι συνέβαιναν εδώ. θείε. | I'd hoped your accounts of what went on here were exaggerated, Uncle. |
Αν μιλάτε γι' αυτήν την γυναίκα ήταν απλά βασανιστήρια, υπερέβαλε μόνο και μόνο για να σας διασκεδάσει. | If you speak of that woman, it was but a slight torture. She has exaggerated in play for your entertainment. |
Και η σύζυγός σου ίσως υπερέβαλε λίγο. | And maybe your wife exaggerated a little. |
Κι ο πρώτος μου άντρας ήταν μα υπερέβαλε τρομερά τις ειδήσεις. Εγώ η καημένη το κατάλαβα μόνο αφού τέλειωσε ο μήνας του μέλιτος. | Is better to have exaggerated news than no news at all. |
Λοιπόν, νομίζω ότι ίσως υπερέβαλε για τις ικανότητες μου λίγο. Δεν το έκανα! | Well, I think she maybe exaggerated my abilities a little. |
Με το τρελό μυαλό του, υπερέβαλε για τις σχέσεις τους με τον Φλιν. | His delusional mind exaggerated the relationships they had with Flynn. |
Δε νομίζεις ότι υπερβάλατε; | - Don't you think you exaggerated? |
- Έχετε άσχημη φήμη. Πάντα, όμως, υποψιαζόμουν ότι υπερέβαλαν στις ιστορίες. | Your species does have a reputation, but I've always suspected the stories were exaggerated. |
- Οι εφημερίδες υπερέβαλαν ξανά. | - The papers exaggerated yet again. |
Ξέρεις, οι αναφορές για το θάνατό μου... δεν υπερέβαλαν ούτε στο ελάχιστο. | You know, the reports of my death they weren't even exaggerated a little bit. |
Οι αναφορές για το θάνατό μου υπερέβαλαν. | Reports of my demise were greatly exaggerated. |
Φαίνεται ότι υπερέβαλαν λίγο για τις ικανότητές του. | Turns out his abilities might have been exaggerated a bit. |
Για κάποιο λόγο νόμιζα ότι υπερέβαλλες. | Somehow, I thought you were exaggerating. |
Ναι αλλά Απλά νόμιζα ότι ο Χανκ υπερέβαλλε. | I thought Hank was exaggerating. |
Νόμιζα ότι υπερέβαλλε, αλλά τώρα ξέρω γιατί λέει σ' όλους ότι έχεις πεθάνει. | You know, I always thought she was exaggerating, but now I know why she tells people you're dead. |
- Είμαι σίγουρος ότι ο Tom υπέρβαλε. | - I'm sure Tom exaggerated my game. |
Ναι, ίσως να είχα υπερβάλει γι' αυτό λιγάκι. | Yes, I may have exaggerated about that slightly. |
Ο Reggie και γω είμαστε πολύ δεμένοι, αλλά μπορεί να υπερβάλει λίγο κ. Santos. | Well, Reggie and I are very tight, but he might have exaggerated a little, Mr. Santos. |
Κατάλαβα ότι είμαι λίγο απόμακρη έτσι σκέφτηκα ότι υπερβάλλοντας λίγο στην ιστορία μου, | I realized I can come off as a bit aloof, so I thought by exaggerating my personal narrative, |