Θέλω να μάθω να υπερασπίζω τον εαυτό μου. | l want to learn to defend myself. |
Υπόσχομαι να τους υπερασπίσω και να τους δείξω εύνοια... όπως υπερασπίζω κι ευνοώ εκείνους που μου ήταν πιστοί. | I promise to defend them and to show them favor... even as I defend and show favor to those that were ever loyal to me. |
'Ακου... Ορκίστηκες να υπερασπίζεις τους πελάτες σου όσο καλύτερα μπορείς. | Look, you took an oath to defend your clients to the best of your ability. |
- Γιατί δεν υπερασπίζεις τον εαυτό σου; | Why aren't you defending yourself? |
- Ραχήλ, υπερασπίζεις τον εαυτό σου... | Rachel, if you're trying to defend yourself... |
Όχι, ορκίστηκες να υποστηρίζεις και να υπερασπίζεις το Σύνταγμα των ΗΠΑ, εναντίον όλων των εχθρών, εξωτερικών και εσωτερικών. | No, you swore to support and defend the constitution of the United States against all enemies, foreign and domestic. |
Η λεπίδα του υπερασπίζει τους ανυπεράσπιστους | His blade defends the helpless. His blade defends the helpless! |
... που οδήγησε την υπηρεσία στις πιο σκοτεινές τις ώρες και κατά τη διαδικασία διαμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο θα υπερασπίζουμε τους εαυτούς μας. | who led this Agency out of its darkest hour, and in the process, transformed the very way we defend ourselves here at home. |
Δεν ήμαστε εδώ για να υπερασπίζουμε πλούσιους μέτοικους και να εκμεταλλευτούμε τους 'ραβες. | We're not here to defend rich settlers and exploit Arabs. |
Δεν νομίζεις ότι πρέπει να μπορούμε να υπερασπίζουμε τους εαυτούς μας; | You don't think we should be able to defend ourselves? |
Επομένως πρέπει πάντα να υπερασπίζουμε τη ζωή. | Then life must be always defended. |
Ό,τι όνομα υπερασπίζετε, θα το αναφέρω με σεβασμό και μόνο υπέρ της λογικής. | Whichever name you choose to defend, I'd use it... with the utmost respect and solely in the cause of logic. |
Αλλά να θυμάστε ότι υπερασπίζετε... το δικαίωμά του να είναι ελεύθερος πολίτης όχι το δικαίωμά του να σκοτώσει. | But remember, you are defending his right to be a free citizen not his right to kill. |
Δεν πρόκειται να αλλάξω ολόκληρη τη δικονομία επειδή βρίσκεστε στην ιδιαίτερη θέση να υπερασπίζετε πελάτες που λένε ότι δεν διέπραξαν το έγκλημα. | Well, I'm not about to revamp the entire judicial process just because you find yourself in the unique position of defending clients who say they didn't do it. |
Δηλαδή υπερασπίζετε την πράξη της; | You're actually defending her act, counsel? |
"στο οποίο οι εργάτες υπερασπίζουν τα δικαιώματά τους..." | "...where working men defend their rights..." |
Έχουμε άντρες και στα τέσσερα σημεία της πόλης που την υπερασπίζουν. | We have men on the four corners of this town defending this town. |
Αλλά ποια είν' τα παιδιά που υπερασπίζουν το δικαίωμα διαδήλωσης; | But who are the kids defending their right to protest? |
Λένε ότι υπερασπίζουν τη χώρα από το στρατό του ΟHΕ. | They say they're defending the country from U.N. troops. |
- Απλώς υπεράσπισα τον εαυτό μου. | - I just defended myself. |
Ξέρετε ότι υπεράσπισα τους ανθρώπους μιά φορά. | You know I defended people once. |
Σας υπεράσπισα. | I defended you. |
Μου είπε ότι ήταν ο θείος σας που υπεράσπισε το οχυρό ΜακΧένρι....... στον πόλεμο του 1812. | He tells me it was your uncle who defended Fort McHenry during the War of 1812. |
Ο Barry σας υπεράσπισε. | Barry defended you. |
-Τον υπερασπίσατε; | - You defended him? |
Σενιόρ, πολλές γενιές Μεντίνα υπεράσπισαν το Κοκατλάν με τα χέρια τους. | Señor, many generations of the Medina have defended Cocatlan with their hands. |
- Μπορώ να υπερασπίσω... με υπεράσπιζες. | - I can defend... You were defending. |
Είπε ότι υπεράσπιζε τον λαό του από μια συνομωσία υποδούλωσης ανθρώπων των Σεράκιν. | He says he was defending his people from a Serrakin conspiracy to enslave humans. |
Αμυν.Αερ.Χημ. και ο SHAM ΜΗΛΙΤΗΣ... υπερασπίστε... άμυνα ενάντια στο ιμπεριαλιστικό εχθρό... ευτυχέςδιακοπές,αγαπητοίσύντροφοι! | The DEF. CHIM and the SHAM CIDER... defend against the imperialist foe... |
'Ομως, εμείς με τα όπλα μας, είμαστε απ'αυτούς που ξέρουν... πως να πεθάνουμε υπερασπίζοντας την πατρίδα μας... κι ουρλιάζοντας το δίκιο μας. | However, we, with our weapons in our hands, are of those who know how to fight and die defending our homelands and shouting out our rights. |
- Θα παλέψω για σένα, Αρχόντισσα... θα πεθάνω υπερασπίζοντας σας, εάν είναι απαραίτητο. | I'll fight for you, Favi... die defending you, if necessary. |
...υπερασπίζοντας την πατρίδα μας, την γη των προγόνων μας. | ...defending our country, our fatherland. |
Ήταν έξι εκπαιδευόμενοι αστυνομικοί που πέθαναν υπερασπίζοντας το κάστρο του Τσαπουλτεπέκ. | They were the six military cadets that died defending Chapultepec castle. |
Βλέπεις, κανείς δεν μπορεί να τον υπερασπίσει. | You see, he can't be defended. |