"Δεν αμάρτησα..." "...αλλά ζω για να υπακούω τον αφέντη μου." | 'I have not sinned... '...but I live to obey my liege lord. |
"να υπακούω τον Ιερό Κανόνα αυτού του εκκλησιάσματος... | "to obey the Holy Rule of this congregation... |
-Ακούω και υπακούω, Αφέντη. | - To hear is to obey, Master. |
-Να σε υπακούω; | - You have to obey me, don't you? |
"Βάζω κανόνες στο ψυγείο και δεν υπακούς. | "I put rules on the refrigerator and you never obey my rules. |
"Εγώ ηγούμαι αυτή τη χώρα, η δουλειά σου είναι να υπακούς στις διαταγές μου." | "I'm leading this country, your job is to obey my orders." |
"Θα τον υπακούς και θα τον υπηρετείς... | "Wilt thou obey him and serve him... |
"Υστερόγραφο:" "Κανείς δεν συμπαθεί τους οφειλέτες, οπότε καλύτερα να υπακούς στις διαταγές μου!" | No one likes a debtor so it's better if my orders are obeyed" |
"Ο άντρας είναι πολύ καλύτερα εάν υπακούει τη φωνή που τον ταΐζει ". | "Man is much better off if he obeys the voice that feeds him". |
"Ο ένας είναι λάτρης του πατέρα του, υπακούει κάθε λέξη του." | "One is a devotee of his father, the other obeys his every word." |
- Αντιστέκεσαι, κι όμως η ψυχή σου υπακούει στον 'γγελο της Μουσικής! | - You resist - Yet your soul obeys - Yet the soul obeys |
- Σε υπακούει; | She obeys your will? |
"Τον υπακούμε και ευχαριστούμε για το έλεος Του". | "We obey Him and give thanks for His mercy" |
# Ο Βασιλιάς Γεώργιος διατάζει και εμείς υπακούμε | # King George commands and we obey |
'Οταν η Δεσποσύνη Της καλεί, πρέπει να υπακούμε. | JANE: When Her Ladyship calls, we must obey. |
- Δεν υπακούμε σε αδύνατους ηγέτες! | - We don't obey weak leaders! - We haven't agreed to anything. |
- "Να υπακούτε στον Αλλάχ και..." "να υπακούτε στον 'γγελό του..." | - Obey Allah and... obey the Messenger... |
- Δεν υπακούτε σε μία άμεση εντολή! | - You two are disobeying a direct order! |
- Πρώτα να υπακούτε και μετά να διατάζετε! | -...obey first, and command later. |
Ένα ναρκωτικό. Θα σας κάνει να υπακούτε σε κάθε διαταγή του. | To give you a drug that will make you obey his every command. |
"Κεν, όσα βλέπεις εδώ εξακολουθούν να υπακούν στους φυσικούς νόμους, και προς τις δυο κατευθύνσεις". | "Ken, everything you're seeing here "still obeys the same laws of physics, running either direction." |
'Ετσι υπακούν σε διαταγές που σημαίνουν βέβαιο θάνατο. | Their faith makes it easier for them to obey orders meaning certain death. |
- Και δεν με υπακούν; | - And disobeying me? |
...ότι δε μου αρέσει να μη με υπακούν. | ..that I don't like being disobeyed! |
- Όχι, επειδή δεν υπάκουσα στις εντολές. | - No, because I disobeyed orders. |
Αλλά εγώ δεν υπάκουσα, και σου επέτρεψα να ζήσεις. | But I disobeyed, and let you live. |
Απαίτησες υπακοή και υπάκουσα και τα κατάφερα παρ' αυτά. | You demanded obedience, and I obeyed and succeeded, despite this. |
Απλά υπάκουσα τον επικεφαλής αξιωματικό! | I just obeyed the commanding officer! |
- Δεν υπάκουσες στις διαταγές μου. | - You disobeyed my orders, |
- Είσαι καλός άνθρωπος, αλλά δεν υπάκουσες ρητή εντολή κι αυτή τη φορά δεν μπορώ να κάνω τα στραβά μάτια. | - You're a good man, but you disobeyed a direct order, and this time, I can't look the other way. |
- Πρέπει να σου θυμίσω τη τελευταία φορά που είπα "μείνε στ' αμάξι" και δεν υπάκουσες; | - Do I really need to remind you the last time I said "stay in the car" and was disobeyed? |
Όπως υπάκουσες και συ. | As you obeyed. |
-Αλλά δε σας υπάκουσε. | - But she disobeyed you. |
-Δεν υπάκουσε τη διαταγή. | He disobeyed an order. |
Ήξερε ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να τον Casey κατηγορήσει για οτιδήποτε θα ήταν για να διηγηθεί οι γονείς της, να παραδεχτεί ότι τα κρυφά και πάλι, ότι τους υπάκουσε και πάλι. | He knew the only way that Casey could accuse him of anything would be for her to tell her parents, to admit to them that she snuck out again, that she disobeyed them again. |
Ήρθες από την γωνιά, φώναξες ότι είσαι αστυνομικός, δεν σε υπάκουσε, έβαλε το χέρι του στο στήθος και εσύ πυροβόλησες. | You came around the corner, you identified yourself as a police officer, he disobeyed your command, he spun around with his hand up by his chest, and you fired. |
Βλέπετε ότι υπακούσαμε στις οδηγίες σας, κε Κόσιον. | You can see that we obeyed to your instructions, Mr. Caution. |
Είπατε στοχεύστε, και υπακούσαμε. | You said 'aim', and we obeyed. |
Είπες να ρίξουμε, και υπακούσαμε. | - You said to shoot, and we obeyed. - No. |
Και εμείς σας υπακούσαμε σαν σκυλιά! | And we obeyed like dogs! |
"Δεν υπακούσατε... | " You have not obeyed. |
Αλλά δεν υπακούσατε. | But you disobeyed me. |
Δεν υπακούσατε όμως στην εντολή να γυρίσετε στη γη. | But you never obeyed the order to return to Earth. |
Είστε οι προσωπικοί υπηρέτες του εχθρού Βασιλιά στου οποίου τις διαταγές υπακούσατε | You are the valets of the enemy King whose orders you obeyed. |
'Οσοι δεν υπάκουσαν πάγωσαν επιτόπου αιωνίως. | Those that disobeyed were frozen in place for all of eternity. |
Απλώς υπάκουσαν στη διαταγή να φύγουν. | They just obeyed the order to leave. |
Από τον παράδεισο σε φλεγόμενη πυρά, θα πάρει εκδίκηση σε όλους όσους δεν ξέρουν τον Θεό, σε όσους δεν υπάκουσαν την Βίβλο! | From heaven in flaming fire, taking vengeance upon all those who know not God, who have disobeyed the gospel! |
Διοικητή των αμερικάνικων στρατευμάτων, που, όπως ο Ιησούς του Ναυή, διέταξε τον ήλιο και το φεγγάρι να μείνουν ακίνητα και τα δύο υπάκουσαν. | Commander of the American Armies, who, like Joshua of old, commanded the sun and moon stand still, and both obeyed. |
"Δούλοι, υπακούστε στους αφέντες σας σε ότι λένε. | "Servants, obey your earthly "masters in everything. |
Ακούστε και υπακούστε τη γνώμη του αυτοκράτορά μας | Prepare to hear and obey the verdict of our Emperor. |
Ακούστε και υπακούστε. | Hear and obey. |
Δέστε τη ζώνη και υπακούστε τις οδηγίες για ένα ασφαλές ταξίδι. | Please fasten seat belt and obey all instructions. |
Έχω υπακούσει και τιμήσει εσάς. | I have obeyed and honored you. |
Αν είχατε υπακούσει εξαρχής στους κανόνες... δεν θα είχατε χάσει τα χρήματά σας. | If you had obeyed the rules in the first place you wouldn't have lost your money. |
Αν με είχε υπακούσει, θα τον είχα πάρει κάτω απ'τα φτερά μου και θα είχαμε πετάξει μαζί πάνω από τα ένδοξα φουγάρα της Κολωνίας μας, τα εργοστάσια των κουμπιών και κανονιών. | If he had obeyed me, I would have taken him under my wing, and together we would have flown over the glorious smokestacks of our Cologne, the furnace of our buttons and cannons. |
Δεν θα ήξερα ποτέ ότι δεν με είχες υπακούσει. | I never would've even known that you disobeyed me. |